Την άμεση ανάγκη επιδότησης από το κράτος του ενεργειακού κόστους, που θέτει σε κίνδυνο χιλιάδες θέσεις εργασίας, υπογραμμίζουν οι εκπρόσωποι της χημικής βιομηχανίας, ενώ σημείωσαν την επιτακτική ανάγκη να γίνει ένα «διάλειμμα» στις συνεχείς προσαρμογές της νομοθεσίας, που επιβαρύνουν τη λειτουργία του κλάδου, αλλά και να αντιμετωπιστεί το μείζον πρόβλημα των καθυστερήσεων στις πληρωμές.
Όπως τόνισαν χθες τα στελέχη του Συνδέσμου Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ) που ιδρύθηκε το 1994 από τις 28 μεγαλύτερες εταιρείες που ασχολούνται με την παραγωγή, αποθήκευση και εμπορία χημικών προϊόντων στην Ελλάδα, οι επιπτώσεις της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών στην ενέργεια είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις επιχειρήσεις της εγχώριας χημικής βιομηχανίας.
Το ΙΟΒΕ εκπόνησε μελέτη επίπτωσης της αύξησης του κόστους ενέργειας στον κλάδο λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα έως τον περασμένο Μάιο. Λόγω των ραγδαίων εξελίξεων εκτιμήθηκε ένα «δυσμενές σενάριο» που προσομοιάζει περισσότερο στην σημερινή πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι απώλειες στην παραγωγή της εγχώριας χημικής βιομηχανίας θα έχουν ευρύτερες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, οι οποίες απορρέουν από τη διασύνδεση του κλάδου με τους υπόλοιπους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, για το δυσμενές σενάριο εκτιμάται ότι στην περίπτωση μη εφαρμογής των επιδοτήσεων, και ανάλογα με την αντίδραση της ζήτησης, η επίπτωση στο ΑΕΠ μπορεί να κυμανθεί από 83 εκατ. έως 278 εκατ. ευρώ, ενώ η επίπτωση στην απασχόληση κυμαίνεται από 1.397 έως 4.658 θέσεις εργασίας. Με την παροχή επιδότησης στις τιμές ενέργειας οι επιπτώσεις μετριάζονται στα 42 εκατ. έως 138 εκατ. ευρώ και στις 694 έως 2.315 θέσεις εργασίας.
Το 2020 η χημική βιομηχανία κατανάλωσε το 4% της συνολικής κατανάλωσης της βιομηχανίας, ενώ η κατανάλωση ήταν 53% χαμηλότερη σε σχέση με το 2010, ως αποτέλεσμα της εξοικονόμησης που πέτυχε. Στο μείγμα της συνολικής κατανάλωσης, το 45% αφορά ηλεκτρική ενέργεια, το 39% φυσικό αέριο, το υπόλοιπο 16% προϊόντα πετρελαίου, κυρίως LPG.
Η χημική βιομηχανία για να παράγει χημικά προϊόντα, όπως λιπάσματα καταναλώνει τετραπλάσια ποσότητα σε σχέση με την κατανάλωση φυσικού αερίου για θερμικές ανάγκες. Η παραγωγή των χημικών προϊόντων επιβαρύνεται από την αύξηση του κόστους της ενέργειας αλλά και από τη σημαντική αύξηση του κόστους των πρώτων υλών που εφοδιάζεται από προμηθευτές με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας.
Ο σύνδεσμος προτείνει αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, ένα ευρύτερο θέμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και απαλλαγή από την επιβάρυνση με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του φυσικού αερίου που προορίζεται για χημική σύνθεση, καθώς η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τον επιβάλει σε όλη την Ε.Ε.
Επίσης ζητά να μην υπάρξουν δεσμεύσεις από την Ελλάδα σε οριζόντια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, αλλά και την προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως η βιομάζα και η παραγωγή βιομεθάνιου, καθώς και εξέλιξη των έργων νέας τεχνολογίας, όπως η παραγωγή και αποθήκευση πράσινου υδρογόνου και αμμωνίας.
Το εκτόπισμα του κλάδου
Ο κλάδος των χημικών βιομηχανιών είναι ένας από τους μεγαλύτερους κλάδους της εγχώριας επιχειρηματικότητας καθώς τον απαρτίζουν εταιρείες δομικών υλικών, χρωμάτων, μονώσεων, γεωργικών εφοδίων, λιπασμάτων και εταιρείες καυσίμων.
Στη χημική βιομηχανία στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το έτος 2020, 961 επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται 12.300 εργαζόμενοι –περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων-, ενώ συνεισφέρει 811 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ. Σύμφωνα με μεγάλη μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2022, για κάθε μία θέση εργασίας στη χημική βιομηχανία αντιστοιχούν 5,7 στην οικονομία. Για κάθε ένα ευρώ δαπάνη στη χημική βιομηχανία, αντιστοιχούν 1,9 ευρώ στην οικονομία.
Η πλειονότητα των εταιρειών έχει αντικείμενο δραστηριότητας που σχετίζεται με την παραγωγή καταναλωτικών (45%) και ειδικών χημικών προϊόντων (34%), ενώ αρκετά λιγότερες είναι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή βασικών χημικών ουσιών – κυρίως βασικών ανόργανων ουσιών και πολυμερών.
Από τις επιχειρήσεις του κλάδου, οι 170 απασχολούν περισσότερα από δέκα άτομα, αντιπροσωπεύοντας το 93% του κύκλου εργασιών του κλάδου. Επιπλέον, περίπου 1.800 επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στο χονδρικό εμπόριο χημικών προϊόντων, στις οποίες απασχολούνται περίπου 7.100 εργαζόμενοι.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του κλάδου εκτιμάται ότι πλησίασε το 2021 τα 3,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ισχυρή άνοδο κατά 24% έναντι του 2020.
Το μεγαλύτερο τμήμα του κύκλου εργασιών της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα συγκεντρώνουν τα ειδικά χημικά (1,1 δισ. ευρώ ή 36% του συνόλου), ενώ μεγάλη βαρύτητα, με 858 εκατ. ή 28% του συνόλου έχει και ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών χημικών. Τα βασικά χημικά αντιπροσωπεύουν τα υπόλοιπα 1,06 δισ. ευρώ ή 36% του συνολικού κύκλου εργασιών, έναντι περίπου 60% στην ΕΕ-27, γεγονός που υποδηλώνει την υψηλή εξάρτηση της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα από τις εισαγωγές χημικών πρώτων υλών.
Οι ραγδαίες εξελίξεις της νομοθεσίας
Ένα άλλο ζήτημα που βάζουν οι επαγγελματίες του κλάδου είναι η ανάγκη να μπει ένα ανάχωμα, ένα μορατόριουμ στην «παραγωγή» νομοθετικών πράξεων που υπαγορεύουν διαρκώς νέες υποχρεώσεις και προσαρμογές για τις επιχειρήσεις σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο.
Ο μετασχηματισμός της βιομηχανίας σε εποχή κρίσης συνεπάγεται κόστος και έχει επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά της. Πριν από την πανδημία, και οπωσδήποτε πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στην ενέργεια, η Ε.Ε. έθεσε υψηλούς στόχους όσον αφορά την Πράσινη Συμφωνία και τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας:
- Τη μείωση εκπομπών CO2 55% για το 2030 και κλιματική ουδετερότητα για το 2050.
- Την υλοποίηση της στρατηγικής για βιώσιμα χημικά (CSS) που προβλέπει υλοποίηση 85 δράσεων και θα αλλάξει ριζικά 50 νομοθεσίες της Ε.Ε. που αφορούν τη χημική βιομηχανία. Τον ψηφιακό μετασχηματισμό για μία ανταγωνιστική βιομηχανία της Ε.Ε. Από το 1990, ο μέσος ρυθμός αύξησης των σωρευτικών πρόσθετων νομοθετικών ή μη, πράξεων στην Ε.Ε. ήταν 15% ετησίως.
Μόνο το προηγούμενο έτος, 1.977 νομοθετικές ή μη πράξεις εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν, ενώ καταργήθηκαν 1.008 την ίδια περίοδο. Οι αλλαγές που σχεδιάζονται συνεπάγονται κόστος για τη βιομηχανία και επίπτωση στην ανταγωνιστικότητά της, λόγω της απορρόφησης κεφαλαίων και επιστημονικού δυναμικού για έρευνα και ανάπτυξη. Πάντως, ο ΣΕΧΒ συμφωνεί και στηρίζει τους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε. για το 2030 και το 2050.
Επιπτώσεις των καθυστερήσεων στις πληρωμές
Ένα άλλο ζήτημα που έθεσαν οι επαγγελματίες του κλάδου είναι οι μακροχρόνιες πιστώσεις που στη χώρα μας έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον κλάδο της Μεταποίησης και συνιστούν ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα για τη χημική βιομηχανία που ζητά επίλυση.
Μετά την περίοδο της πανδημίας, οι τιμές των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων έχουν αυξηθεί δραματικά, ενώ η διαθεσιμότητά τους κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι βιομηχανίες πασχίζουν να τροφοδοτηθούν ώστε να καλύψουν τη ζήτηση σε αγαθά, την ώρα που οι ανάγκες για ρευστότητα και μεγάλα αποθέματα είναι τεράστιες. Μία ελληνική βιομηχανία εισάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες και πληρώνει μετρητοίς έως 60 ημέρες.
Στον αντίποδα, καλείται να δεχθεί δυσανάλογα μακράς διάρκειας πιστώσεις και μεταχρονολογημένες επιταγές 8-12 μηνών, την ώρα που η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα με ανάλογο τρόπο. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν την δυνατότητα και τους πόρους να μην επηρεάζονται, όσο οι ελληνικές.
Η σχετική Οδηγία 2011/7/ΕΕ ορίζει ότι ο μέγιστος χρόνος πίστωσης μεταξύ των επιχειρήσεων πρέπει να είναι οι 60 ημέρες. Υπέρβαση μπορεί να γίνει μόνο σε περιπτώσεις που αυτό δεν κρίνεται καταχρηστικό για τον πιστωτή. Η Οδηγία αυτή έχει εναρμονισθεί σε νόμο του κράτους με την παράγραφο Ζ’ του Ν.4152/2013 και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9 Μαΐου 2013.
Η αποτελεσματική εφαρμογή της και στην Ελλάδα είναι επιτακτική πλέον ανάγκη για να μπορέσουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να αποδεσμεύσουν κεφάλαια και να τα επενδύσουν στην έρευνα και τεχνολογία, στην εξωστρέφεια και στην εν γένει ανάπτυξη που θα φέρει παραγωγικές θέσεις εργασίας και έσοδα στο κράτος.
Αντί αυτού, επιβαρύνονται με χρηματοοικονομικό κόστος, στερούνται πόρων και σπαταλιέται χρόνος και χρήμα σε περιττές ένδικες διαδικασίες, δεδομένου ότι υψηλό ποσοστό των μακροχρόνιων πιστώσεων οδηγεί σε επισφάλειες, απασχολώντας δυσανάλογα τη Δικαιοσύνη, η οποία κατ’ επέκταση αδυνατεί να αποφανθεί εντός εύλογου χρόνου. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που θα πρέπει να κλείσει, τονίζουν οι εκπρόσωποι των βιομηχανιών.