Οι προσφορές των αλυσίδων σούπερ μάρκετ φαίνεται πως αποτελούν τελικά το μόνο ανάχωμα στο ανατιμητικό κλίμα που επικρατεί στην αγορά και, όπως αναφέρουν έγκυρες πηγές του BD, πρόκειται να ενταθούν τους επόμενους μήνες. Οι επιχειρήσεις καταναλωτικών προϊόντων –κι όχι μόνο- βαδίζουν προ το άγνωστο, μη γνωρίζοντας τι πρόκειται να συμβεί στο επόμενο εξάμηνο, ενώ οι μοναδικές τους βεβαιότητες είναι πως τους μήνες που έρχονται η καταναλωτική δαπάνη θα συνεχίσει να εξαντλείται και η αγορά να συρρικνώνεται. Σύμφωνα με τις σχετικές εκτιμήσεις, παρά τις ανατιμήσεις, εφέτος η αγορά θα συρρικνωθεί κατά 3%.
Ωστόσο, οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι «τα πράγματα μέχρι τον Σεπτέμβριο ήταν σχετικά καλά, κυρίως λόγω του τουρισμού και οι καταναλωτές στην πλειονότητα τους δεν φαινόταν να έχουν πανικοβληθεί. Οι τελευταίοι τρεις μήνες του χρόνου δεν έχουν τουρισμό κι ως εκ τούτου η κατάσταση γίνεται πιο δύσκολη». Μάλιστα, το τελευταίο ανατιμητικό κύμα έχει αποκτήσει και «πολιτική αύρα», δεδομένου ότι έγινε αντικείμενο συζήτησης στην προχθεσινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου από τον πρωθυπουργό κ. Κυρ. Μητσοτάκη. Η ανησυχία του ήταν εμφανής. Και δεν αποκλείεται ένας νέος γύρος συζητήσεων του υπουργού Ανάπτυξης με επιχειρηματίες από το λιανεμπόριο και την βιομηχανία.
Αναλυτικότερα, πηγές του λιανεμπορίου με τις οποίες συνομίλησε το BD, έλεγαν πως «στόχος μας στο επόμενο διάστημα είναι να έχουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό προσφορών με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό έκπτωσης». Πρόσθεταν μάλιστα πως η καθυστέρηση των ανατιμήσεων, ένα «εργαλείο» που λειτούργησε στο παρελθόν, δεν είναι πλέον ούτε αποτελεσματική, αλλά ούτε και εφικτή.
Κι εξηγούσαν ότι οι προμηθευτικές εταιρείες δεν μπορούν να απορροφήσουν τις επιπλέον κοστολογικές επιβαρύνσεις, όπως έκαναν πολλές εταιρείες στους προηγούμενους μήνες -«πολιτική» που θα φανεί στα φετινά κέρδη των επιχειρήσεων- και αλλάζουν αμέσως τις τιμές, ενώ οι λιανέμποροι, από την πλευρά τους, δεν μπορούν ούτε να συγκρουστούν, όπως το έκαναν πολλές φορές στο παρελθόν, ούτε να «φρενάρουν» τις ανατιμήσεις «στοκάροντας» με παλιές τιμές, γιατί αναγνωρίζουν το αδιέξοδο των προμηθευτών τους.
Αντιθέτως η μόνη πολιτική που προκρίνεται στην προκειμένη περίπτωση είναι η ενίσχυση των προσφορών. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί, ότι όπως έλεγε αρμόδια πηγή, ότι το περίπου 50% των προϊόντων σε ένα κατάστημα σούπερ μάρκετ βρίσκεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε προσφορά.
Το βασικό βέβαια είναι να υπάρχουν σημαντικές προσφορές σε προϊόντα άμεσης ανάγκης, ή σε προϊόντα leaders στους κλάδους τους. Εκεί ακριβώς, σημειώνει η ίδια πηγή, βρίσκεται πολλές φορές και το σημείο διαφωνίας με τους προμηθευτές. Οι ίδιοι θέλουν ενδεχομένως να ενισχύσουν τις πωλήσεις πιο «αδύναμων» καταναλωτικά προϊόντων, ενώ οι λιανέμποροι θέλουν ενδεχομένως τις προσφορές στα δυνατά προϊόντα που λειτουργούν και ως «κράχτες».
Η ελληνική αγορά μάλιστα σύμφωνα με σχετική έρευνα της Nielsen είναι αυτή που πραγματοποιεί τις μεγαλύτερες πωλήσεις με προσφορές στο σύνολο της Ευρώπης –κι όπως λέει σχετικά πηγή της αγοράς «η έννοια της προσφοράς είναι μία ευκαιρία που στην ελληνική αγορά έχει γίνει πλέον ανάγκη». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις στις προσφορές συμμετέχουν με ποσοστό –σαφώς μικρότερο από τους προμηθευτές– και οι ίδιοι οι λιανέμποροι, κάτι που βεβαίως δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Τα πράγματα όμως άλλαξαν και η ανάγκη για διατήρηση του όγκου των πωλήσεων έχει γίνει πιεστική, δεδομένου ότι όλες οι εταιρείες του κλάδου θα εμφανίζουν υψηλούς τζίρους, λόγω του πληθωρισμού, αλλά η κερδοφορία προκύπτει από τις όγκο των πωλήσεων.