Οι εντυπωσιακά υψηλές τουριστικές επιδόσεις των τελευταίων μηνών «απογείωσαν» εφέτος την αγορά της μπύρας. Η μπύρα είναι ίσως μία από τις λίγες περιπτώσεις καταναλωτικών προϊόντων που εφέτος –και τουλάχιστον ως τώρα– θα έχουν όχι μόνο αύξηση της αξίας των πωλήσεων, αλλά και σημαντική αύξηση του όγκου.
Βεβαίως, η υψηλή ζήτηση που παρατηρήθηκε από το ανέλπιστο τουριστικό κύμα των τελευταίων 4 – 5 μηνών «βοήθησε» τις ζυθοποιίες να περάσουν στις λιανικές τιμές των προϊόντων τους, μάλλον αναίμακτα, απ΄ότι φάνηκε, τις μεγάλες κοστολογικές επιβαρύνσεις, που έχουν δεχθεί από την ενεργειακή κρίση. Και, παρά το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός στην αγορά είναι μεγάλος και πολλές φορές γίνεται αδυσώπητος, ωστόσο και δεδομένου ότι όλες οι εταιρείες αντιμετωπίζουν τα ίδια ακριβώς προβλήματα και επειδή η αγορά κινήθηκε ανοδικά, οι ανατιμήσεις ήταν τελικώς μία εύκολη υπόθεση.
Πράγματι όπως πιστοποιούν έγκυρες πηγές της αγοράς μιλώντας προς το BD στους οκτώ μήνες του 2022, ο όγκος των πωλήσεων στην αγορά της μπύρας αυξήθηκε κατά περίπου 8% - 9% και φυσικά η αξία των πωλήσεων κινείται στα περίπου 13% - 15%. Στην γενικότερη κρίση της αγοράς και την μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, η μπύρα είναι από τα ελάχιστα προϊόντα που έχουν «αξιοπρεπείς» επιδόσεις.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, κατά τις ίδιες πηγές, η ένταση του ανταγωνισμού που επικρατεί στην αγορά έχει οδηγήσει τις επιχειρήσεις του κλάδου να έχουν τα μεγαλύτερα ποσοστά προσφορών απ΄ όλη την Ευρώπη και παράλληλα οι τιμές παραγωγού να είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Και δεν αποκλείονται νέες ανατιμήσεις στο επόμενο διάστημα.
Πάντως ο τζίρος της αγοράς υπολογίζεται εφέτος στα περίπου 400 εκατ. ευρώ και η κατανάλωση θα πλησιάσει τα 4 εκατομμύρια εκατόλιτρα. Πάντως ενδιαφέρον έχει το στοιχείο ότι οι τοπικές μικροζυθοποιίες, που αποτελούν την «μόδα» της αγοράς κυρίως στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, κερδίζουν συνεχώς μερίδια αγοράς.
Υπολογίζεται ότι αυτές που έχουν τοπική δραστηριότητα, έχουν αποσπάσει ένα συνολικό μερίδιο αγοράς που υπερβαίνει το 4%. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία, μικροζυθοποϊία αποκαλείται η εταιρεία που παράγει και 200.000 εκατόλιτρα ετησίως, έχοντας πιο ευνοϊκή φορολόγηση, διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα ένα των μεγάλων εταιρειών του κλάδου. Βέβαια το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς διατηρεί η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ΑΕ με πάνω από το 50% και ακολουθούν η Carlsberg, η ΕΖΑ, η Βεργίνα και δεκάδες άλλες τοπικές μικροζυθοποιίες.
Ωστόσο στην «πίσω πλευρά» της αγοράς τα πράγματα είναι εξίσου δύσκολα με άλλους κλάδους. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι πέραν του ενεργειακού κόστους, το οποίο «έχει αυξηθεί πολλές φορές πάνω από πέρυσι, κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι τώρα», σχεδόν διπλασιάστηκε η τιμή του κριθαριού.
Συγκεκριμένα το κριθάρι αυξήθηκε κατά 85%, ενώ δεν υπάρχει καμία πρώτη ή δευτερεύουσα ύλη που χρησιμοποιείται στον κλάδο της ζυθοποιίας που να έχει αυξηθεί λιγότερο από 40%. «Ο χειμώνα θα είναι πολύ βαρύς ιδιαίτερα για τις υαλουργίες, που είναι εξαιρετικά ενεργοβόρες και έρχονται δραματικές αυξήσεις στα κόστη παραγωγής και λειτουργίας των επιχειρήσεων» επεσήμαναν.
«Είμαστε πια με το κομπιουτεράκι στα χέρια και υπολογίζουμε το κόστος μέρα – μέρα» και έλεγαν οι ίδιες πηγές στο BD και πρόσθεταν πως «ενώ μέχρι πέρυσι κάναμε budget μία φορά τον χρόνο, τώρα κάνουμε κάθε μήνα» έλεγαν οι ίδιες πηγές.