Στην αποτελεσματική λειτουργία της κεφαλαιαγοράς που είναι βασικός παράγοντας για την επίτευξη ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς επιτρέπει την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων και διευκολύνει τη διοχέτευσή τους προς τις πλέον παραγωγικές επιχειρήσεις και δραστηριότητες, αναφέρθηκε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, σε εκδήλωση του υπουργείου Οικονομικών, στο πλαίσιο της 86ης ΔΕΘ, με τίτλο: «Στρατηγική ανάπτυξης της κεφαλαιαγοράς στην Ελλάδα».
Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, η ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς είναι ένα δύσκολο έργο, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο. Παρόλο που η δημιουργία Ενιαίας Κεφαλαιαγοράς είναι βασικός στόχος για την ΕΕ ήδη από το 2015, μέχρι σήμερα – 7 χρόνια μετά – ο στόχος δεν έχει εκπληρωθεί και οι εθνικές κεφαλαιαγορές παραμένουν διασπασμένες.
Αναλυτικά η εισήγηση:
«Η αποτελεσματική λειτουργία της κεφαλαιαγοράς είναι βασικός παράγοντας για την επίτευξη ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης. Επιτρέπει την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων και διευκολύνει τη διοχέτευσή τους προς τις πλέον παραγωγικές επιχειρήσεις και δραστηριότητες. Με τον τρόπο αυτό και, σε συνδυασμό με ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα, συμβάλλει στην καλύτερη κατανομή των πόρων και στην ενίσχυση των επενδύσεων, που υποστηρίζουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.
Η ανάγκη διεύρυνσης των δυνατοτήτων που έχουν στη διάθεσή τους οι ελληνικές επιχειρήσεις να αντλήσουν κεφάλαια για επενδύσεις είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στην παρούσα συγκυρία. Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από την πανδημία σε ένα δυσχερές οικονομικό περιβάλλον με επίκεντρο την ενεργειακή κρίση και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παράλληλα, καλείται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτουν η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση και να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που δημιουργεί η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας η διαμόρφωση μίας συντονισμένης εθνικής στρατηγικής για την ελληνική κεφαλαιαγορά. Στη διαδικασία αυτή αναμφισβήτητα θα συμβάλει θετικά η διαβούλευση με φορείς πολιτικής και με εκπροσώπους της αγοράς. Η συζήτησή μας σήμερα εντάσσεται στο πλαίσιο αυτού του απαραίτητου διαλόγου.
Η ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς είναι ένα δύσκολο έργο, τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο. Παρόλο που η δημιουργία Ενιαίας Κεφαλαιαγοράς είναι βασικός στόχος για την ΕΕ ήδη από το 2015, μέχρι σήμερα – 7 χρόνια μετά – ο στόχος δεν έχει εκπληρωθεί και οι εθνικές κεφαλαιαγορές παραμένουν διασπασμένες. Ωστόσο, βρισκόμαστε σε κομβικό χρονικό σημείο, από κάθε άποψη. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που προχωρούν αυτή τη στιγμή σε ευρωπαϊκό επίπεδο μας φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη της Ενιαίας Κεφαλαιαγοράς, εξέλιξη για την οποία οφείλουμε να είμαστε έτοιμοι. Εάν δράσουμε τώρα, προκειμένου να αναπτύξουμε μία αποτελεσματική κεφαλαιαγορά σε εθνικό επίπεδο, θα μπορούμε να επωφεληθούμε από την απρόσκοπτη κίνηση επενδυτικών κεφαλαίων μεταξύ των κρατών-μελών εντός της Ενιαίας Κεφαλαιαγοράς.
Οι συνομιλητές μου ήδη αναφέρθηκαν στα βασικά χαρακτηριστικά της υπό διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής.
Θα ήθελα με τη σειρά μου να τονίσω ότι η ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς προϋποθέτει ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα και κατάλληλο και επίκαιρο ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο.
Κατά την υλοποίηση της υπό διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για την κεφαλαιαγορά χρειάζεται μεταξύ άλλων:
- Να γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του θεσμικού ρόλου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
- Να αρθούν υφιστάμενα εμπόδια στην ανάπτυξη της εγχώριας κεφαλαιαγοράς και στην αύξηση της εξωστρέφειάς της, όπως τα εμπόδια που συνδέονται με το φορολογικό πλαίσιο ή τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης,
- Να εξασφαλιστεί η πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά και για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, βελτιώνοντας παράλληλα τις συνθήκες διαφάνειας σε ένα μεγάλο τμήμα του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, και
- Να υποστηριχθεί η καινοτομία και η χρηματοοικονομική τεχνολογία, με κατάλληλα κίνητρα και με στόχο τη δημιουργία ψηφιακής οικονομίας.
Επομένως, θα ήθελα να επισημάνω την ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση κατά τη διαμόρφωση της εθνικής στρατηγικής για την κεφαλαιαγορά, που εντάσσεται σε μία γενικότερη προσπάθεια ενίσχυσης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος – την ολιστική αυτή προσέγγιση εκφράζει και η σύνθεση του σημερινού πάνελ μας.
Είναι σκόπιμο επίσης να αναδειχθούν συνέργειες με άλλες πρωτοβουλίες πολιτικής που ευνοούν την ψηφιακή οικονομία. Μία τέτοια περίπτωση, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Τράπεζα της Ελλάδος, είναι η υιοθέτηση μίας στρατηγικής για τη χρηματοοικονομική τεχνολογία που θα παρέχει κίνητρα για την ενίσχυση της καινοτομίας και τη χρήση νέων τεχνολογιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ειδικά όσον αφορά την ψηφιακή οικονομία, η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει τις κατευθύνσεις των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά και το παράδειγμα κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Γερμανία και η Ιρλανδία, οι οποίες έχουν ήδη θεσπίσει τις δικές τους στρατηγικές.
Να σημειωθεί εδώ ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη αναλάβει πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της καινοτομίας και της ψηφιακής οικονομίας. Δημιουργήσαμε τον Κόμβο Καινοτομίας, ένα σημείο επαφής μεταξύ της αγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, που διανύει τον τέταρτο χρόνο της λειτουργίας του και έχει δεχθεί και απαντήσει σε μεγάλο αριθμό ερωτημάτων.
Επίσης, ιδρύσαμε το Προστατευμένο Κανονιστικό Περιβάλλον (regulatory sandbox), ένα χώρο δοκιμών καινοτόμων λύσεων για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ως προσπάθεια συμβολής στην ανάπτυξη της αγοράς fintech στη χώρα, καθώς και αντίστοιχου οικοσυστήματος. Επιπλέον, για να διευκολύνουμε την κάλυψη των αναγκών της αγοράς, θεσπίσαμε κανονιστικά τη δυνατότητα εξ αποστάσεως ηλεκτρονικής ταυτοποίησης νέων πελατών από τις τράπεζες και άλλους εποπτευόμενους φορείς στο πλαίσιο των υποχρεώσεων «Γνώρισε τον πελάτη σου» (ΚΥC).
Σε συνεργασία με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επεξεργαζόμαστε την επικαιροποίηση του μεταξύ μας μνημονίου συνεργασίας ώστε να συμπεριλάβει θέματα χρηματοοικονομικής τεχνολογίας, όπως τη συνεργασία μεταξύ των Κόμβων Καινοτομίας αλλά και τη συνεργασία στο πλαίσιο της λειτουργίας του Προστατευμένου Κανονιστικού Περιβάλλοντος. Προσβλέπουμε στη συνέχιση και βάθυνση της συνεργασίας αυτής όπου κρίνεται σκόπιμο.
Θα ήθελα εδώ να συμπληρώσω ότι η εθνική στρατηγική για την κεφαλαιαγορά θα είναι πιο αποτελεσματική αν συνοδεύεται από έναν οριζόντιο φορέα υπό κυβερνητική αιγίδα, που να συμπεριλαμβάνει όλες τις αρμόδιες αρχές. Ο φορέας αυτός μπορεί να λειτουργεί ως συμβουλευτικό όργανο για τη χάραξη πολιτικής και ως μέσο συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Επιπλέον, θα μπορούσε να λειτουργεί και ως κόμβος διαλόγου μεταξύ των αρχών, της αγοράς, αλλά και ακαδημαϊκών και διεθνών φορέων. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση που συμπεριλαμβάνεται στην προτεινόμενη στρατηγική για δημιουργία μίας “Επιτροπής Ψηφιακών Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών” στο Υπουργείο Οικονομικών με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη.
Ένα ακόμη σημείο που θα ήθελα να θίξω είναι ότι η ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς και της ψηφιακής οικονομίας απαιτούν την ενεργό συμμετοχή και δραστηριοποίηση των φορέων της αγοράς. Είναι σημαντικό να προωθηθεί ένα περιβάλλον που να ευνοεί τη δημιουργία συνεργιών, ένα «οικοσύστημα», που θα επιτρέπει τη διάδραση μεταξύ επιχειρήσεων, τραπεζών, επενδυτών, φορέων που ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα (accelerators) αλλά και δημόσιων φορέων, και επιταχύνει την εξεύρεση καινοτόμων λύσεων και νέων ευκαιριών. Η εθνική στρατηγική για την κεφαλαιαγορά οφείλει να λάβει υπόψη αυτή την ανάγκη και να υποβοηθά την εν λόγω διάδραση.
Ολοκληρώνοντας, τονίζω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος θα είναι αρωγός στο κρίσιμο έργο για την ανάπτυξη της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, αλλά και ευρύτερα στη δημιουργία μίας σύγχρονης ψηφιακής οικονομίας που να ενισχύει την καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη».