Εκτός πραγματικότητας θέτουν οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες τα επιχειρησιακά σχέδια των τιτλοποιήσεων ύψους 32 δισ. ευρώ που εντάχθηκαν στο πρόγραμμα «Ηρακλής Ι», γεγονός που ωθεί τα funds σε μεταπώληση των χαρτοφυλακίων στη δευτερογενή αγορά των «κόκκινων» δανείων.
Πρώτο στη λίστα είναι το "Cairo" της Eurobank, συνολικού ύψους 7,5 δισ. ευρώ, το οποίο «έσυρε τον χορό» των τιτλοποιήσεων στη χώρα μας τον Μάιο 2020. Πρόκειται για την πρώτη τιτλοποίηση που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε πριν από την πανδημία, ενσωματώνοντας παραδοχές που καμία σχέση δεν έχουν με τη σημερινή πραγματικότητα.
Πηγές του κλάδου παραδέχονται στο BusinessDaily ότι η επίτευξη των στόχων εισπραξιμότητας που έχουν τεθεί στο Cairo είναι εξαιρετικά δύσκολη στις σημερινές συνθήκες εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού. Ο μόνος τρόπος να συνεχίσουν να εξυπηρετούνται οι υποχρεώσεις προς τα senior bonds της τιτλοποίησης, ώστε να μην καταπέσουν οι κρατικές εγγυήσεις που έχουν παρασχεθεί μέσω «Ηρακλή», υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι να γίνονται συναλλαγές, δηλαδή πωλήσεις τμημάτων του χαρτοφυλακίου που θα αποφέρουν ταμειακές ροές στο fund.
Η πρώτη συναλλαγή που θα διενεργηθεί σε αυτό το πλαίσιο είναι το project "Souk", που περιλαμβάνει καταναλωτικά δάνεια από το "Cairo" ύψους 2,6 δισ. ευρώ. Ακολουθεί η συναλλαγή "Virgo" από το Frontier I της Εθνικής Τράπεζας, που επίσης διαχειρίζεται η doValue και περιλαμβάνει απαιτήσεις ύψους 1 δισ. ευρώ έναντι καταναλωτικών δανείων.
Ο λόγος που πρώτα σε αυτές τις συναλλαγές στη δευτερογενή αγορά έρχονται τα καταναλωτικά δάνεια είναι επειδή η διαχείρισή τους έχει καταστεί μη επικερδής υπό τις παρούσες συνθήκες. «Πρόκειται για μια πολύ δύσκολη τεχνικά άσκηση που θέλει προσοχή και μελέτη προκειμένου να αποφέρει οφέλη για τον πωλητή», αναφέρουν στο BD πηγές με γνώση των διαδικασιών.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η κρίσιμη περίοδος για να μην «σκάσουν» οι τιτλοποιήσεις είναι τα πρώτα 5-10 χρόνια, γεγονός που ωθεί τα funds να φέρουν πιο κοντά στο σήμερα τις ταμειακές ροές, έστω και αν αυτό λειτουργεί εις βάρος των business plans τα επόμενα χρόνια.
Ο λόγος είναι διττός: οι σημερινοί στόχοι εισπραξιμότητας δεν επιτυγχάνονται, πρώτον, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και, δεύτερον, λόγω της αναστολής των πλειστηριασμών τα προηγούμενα δύο, πανδημικά έτη.
«Από τις ρευστοποιήσεις των ενεχύρων προέρχεται το 1/3 των εσόδων μας έναντι των κόκκινων δανείων», εξηγεί στο BD υψηλόβαθμο στέλεχος του κλάδου. Το τελευταίο δίμηνο έχει πάει πολύ καλά σε εισπράξεις, λόγω της επανεκκίνησης των πλειστηριασμών, και αναμένεται η τάση αυτή να συνεχιστεί από τον Σεπτέμβριο, αναφέρει η ίδια πηγή.
Ένας ακόμη λόγος που συνάδει με τη μετάθεση του προβλήματος αργότερα είναι ότι υπάρχει πιθανότητα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα το μακροοικονομικό περιβάλλον να βελτιωθεί, γεγονός που ενθαρρύνει τα funds να προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο. Πάντως, η στρατηγική αυτή έχει περιορισμένες δυνατότητες, καθώς η βάση της τιτλοποίησης που είναι τα δανειακά χαρτοφυλάκια θα πρέπει να διατηρήσει ένα κρίσιμο μέγεθος, ώστε να αποφέρει εισόδημα στην πορεία των ετών και έως τη λήξη της τιτλοποίησης.
Όσον αφορά στους αγοραστές των «κόκκινων» χαρτοφυλακίων στη δευτερογενή αγορά, συνήθως πρόκειται για τους κύριους παίκτες όπως είναι η doValue, η Intrum κ.α. Πάντως, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, όσο βγαίνουν προς πώληση στοχευμένα χαρτοφυλάκια με περιορισμένη διάμετρο, όπως π.χ. ξενοδοχειακά ή ναυτιλιακά δάνεια, είναι πιθανό να δούμε ενδιαφέρον και από μικρότερα funds με συγκεκριμένες επιχειρηματικές επιδιώξεις, τα οποία δεν έχουν δώσει ακόμη το «παρών» στην ελληνική αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων.