Η κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα και βιώνεται πλέον σε όλο τον κόσμο με ακραία καιρικά φαινόμενα, ενώ σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους που απειλούν τη ζωή στον πλανήτη. Οι κυβερνήσεις, μέσω φόρων και επιδοτήσεων, καθώς και με επενδυτικά κίνητρα, έχουν τον πρώτο ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα και φυσικά οι κεντρικές τράπεζες, διαδραματίζουν συμπληρωματικό, αλλά εξίσου σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής όπως επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας που τόνισε την σημασία της ολοκλήρωσης της τραπεζικής ένωσης καθώς και της ένωσης κεφαλαιαγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς αυτό θα συμβάλλει και στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της κλιματικής κρίσης.
Μιλώντας στο διεθνές συνεδρίου με τίτλο "The Future of Sustainable Finance", που διοργάνωσε σήμερα η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε πως αναγνωρίζοντας αυτό το ρόλο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε υπόψη στην αναθεώρηση της στρατηγικής της για τη νομισματική πολιτική το 2021 τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή για την οικονομία, προσέθεσε.
«Η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο που επισήμανε τους κινδύνους αυτούς και επένδυσε στην σχετική έρευνα. Από το 2009, οι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή βρίσκονται πολύ υψηλά στις προτεραιότητές της, ενώ τον Ιούνιο του 2021 δημιούργησε το Κέντρο Κλιματικής Αλλαγής και Βιωσιμότητας, το οποίο συντονίζει όλες τις σχετικές δραστηριότητες της τράπεζας. Συμμετέχει επίσης στο NGFS, το "Δίκτυο για το Πρασίνισμα του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος" μαζί με άλλες 113 κεντρικές τράπεζες και 18 παρατηρητές. Σκοπός του Δικτύου αυτού είναι να βοηθήσει τις κεντρικές τράπεζες να ανταποκριθούν καλύτερα στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής» υπογράμμισε επίσης ο κ. Στουρνάρας.
Σημείωσε πως «οι ελληνικές τράπεζες έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή στα επιχειρηματικά τους μοντέλα και τις δραστηριότητές τους, ιδιαίτερα στα συστήματα διαχείρισης κινδύνων και έχουν κάνει σημαντικά βήματα στην ικανοποίηση των εποπτικών προσδοκιών στο σχετικό θέμα. Αναμένεται δε να προχωρήσουν, όταν αυτό καταστεί απαιτητό από τις εποπτικές αρχές, στην εκτίμηση των επιπτώσεων των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, καθώς και στη δημοσιοποίηση των σχετικών κινδύνων».