Αυξάνονται οι πιέσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να σταματήσει τη «χαλαρή» νομισματική πολιτική και να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων ακολουθώντας το παράδειγμα της Fed και της Τράπεζας της Αγγλίας.
Οι δηλώσεις ακόμη και των πλέον μετριοπαθών κεντρικών τραπεζιτών για ανάγκη αύξησης επιτοκίων είναι σχεδόν καθημερινές, με την Κριστίν Λαγκάρντ να πρέπει να βρει την κατάλληλη ισορροπία ώστε από τη μία πλευρά να «πατάξει» το φαινόμενο του πληθωρισμού και από την άλλη να μην πλήξει την ανάκαμψη της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά, η ΕΚΤ θα πρέπει να «γυρίσει» το βασικό της επιτόκιο σε θετικό έδαφος έως το τέλος του 2022, δηλαδή ουσιαστικά παροτρύνει την ΕΚΤ να προχωρήσει σε τρεις αυξήσεις επιτοκίων έως το τέλος του έτους. Ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης προτείνει ακόμη η ΕΚΤ να σταματήσει τις αγορές ομολόγων στα τέλη Ιουνίου, τονίζοντας ότι «θα προτιμούσα να θέσω ένα ορόσημο λίγο πιο κάτω: εκτός απρόβλεπτων νέων σοκ, θα θεωρούσα λογικό να έχουμε εισέλθει σε θετικό έδαφος (σ.σ.: επιτοκίων) μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους».
Παρεμφερείς απόψεις εξέφρασε και ο επικεφαλής της Bundesbank, Γιόακιμ Νάγκελ, τονίζοντας ότι «κλείνει το παράθυρο ευκαιρίας και θα πρέπει να δούμε τι θα πράξουμε φέτος. Δεν είμαι υπέρ της άποψης ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να “αγοράζει χρόνο” μόνο και μόνο γιατί η οικονομική κατάσταση είναι, όντως, δύσκολη».
Ο Νάγκελ δήλωσε ότι τα στοιχεία «μιλούν από μόνα τους» και η αναμονή θα κινδύνευε να υποδαυλίσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό, απαιτώντας ενδεχομένως μια πιο σθεναρή αντίδραση αργότερα. Προσέθεσε ακόμη ότι «δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε. Η ΕΚΤ θα αποφασίσει πρώτα να τερματίσει τις μεγάλης κλίμακας αγορές περιουσιακών στοιχείων και στη συνέχεια θα δει για τα επόμενα βήματα. Θα το εξαρτήσουμε αυτό από τα στοιχεία που θα είναι διαθέσιμα τον Ιούνιο. Οι αγορές, όμως, έχουν κατανοήσει πολύ καλά ότι η εποχή των μηδενικών επιτοκίων έχει τελειώσει».
Ακόμη και ο απόλυτα μετριοπαθής Όλι Ρελ, επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Φινλανδίας, τάχθηκε υπέρ μίας «γρήγορης ανάληψης δράσης από την ΕΚΤ». «Πρέπει να αποτρέψουμε την εδραίωση υψηλών προσδοκιών για τον πληθωρισμό», τόνισε, μιλώντας στο CNBC και προσέθεσε ότι «θα πρέπει να κινηθούμε σχετικά γρήγορα προς το μηδέν και να συνεχίσουμε τη σταδιακή διαδικασία ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής».
Διαιρεμένο το ΔΣ της ΕΚΤ μεταξύ «γερακιών» και «περιστεριών»
Ανάλογες απόψεις έχει εκφράσει και το μέλος του ΔΣ, Γερμανίδα Ίζαμπελ Σνάμπελ, η οποία θεωρεί ότι ο Ιούνιος είναι ο μήνας – κλειδί για την πρώτη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Αυστρίας, Ρόμπερτ Χόλτζμαν, ο οποίος, επίσης, θεωρεί ότι ο Ιούνιος πρέπει να είναι ο μήνας που θα γίνει η πρώτη αύξηση. «Σχεδιάζουμε να το κάνουμε. Θα το συζητήσουμε στη συνεδρίαση του Ιουνίου και πιθανώς θα το κάνουμε. Τα επιτόκια θα αυξηθούν φέτος. Το πόσες φορές, πόσο συχνά είναι κάτι που θα συζητήσουμε εντατικά τον Ιούνιο».
Αυτή τη στιγμή οι αγορές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ μπορεί να προχωρήσει σε τέσσερις αυξήσεις κατά 25 μονάδες βάσης έως το τέλος του 2022, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο. Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ συνεδριάζει στις 9 Ιουνίου, αλλά το γεγονός ότι ο τερματισμός της αγοράς ομολόγων θα γίνει στο τέλος του συγκεκριμένου μήνα, καθιστά αρκετά δύσκολη μία αύξηση επιτοκίων.
Το μεγάλο πρόβλημα για την ευρωζώνη, όπως και για την παγκόσμια οικονομία, δεν είναι άλλο από τη συνεχή αύξηση του πληθωρισμού. Βάσει της προκαταρκτικής εκτίμησης της Eurostat έφθασε στο 7,5% τον Απρίλιο, εμφανίζοντας άνοδο για έκτο διαδοχικό μήνα και παραμένοντας σε ιστορικό υψηλό.
Η πίεση για την ΕΚΤ καταφθάνει και από την αγορά συναλλάγματος, καθώς το ευρώ συνεχίζει την πτωτική του πορεία έναντι του δολαρίου, έχοντας διολισθήσει στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2016. Μπορεί η πτώση να είναι θετική για τις εξαγωγές, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί παράγοντα «εισαγωγής» πληθωριστικών πιέσεων, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να αγνοήσει η ΕΚΤ.
Από την πλευρά τους οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχιστούν, με δεδομένο και το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πόσο θα διαρκέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία και ποιες κινήσεις θα κάνει η Κίνα η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με νέα έκρηξη της πανδημίας.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης θα κορυφωθεί στο 7,7% τον Ιούλιο και κατά μέσο όρο στο 6,8% το 2022. Η οικονομία προβλέπεται τώρα να επεκταθεί κατά 2,5% φέτος από 3,9% που ήταν προηγουμένως. Η παραγωγή προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,2% το 2023. «Υπάρχει σημαντική ενίσχυση των πτωτικών κινδύνων λόγω της πιθανότητας περαιτέρω κλιμάκωσης της σύγκρουσης, η οποία θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές περαιτέρω διαταραχές στις ροές των εμπορευμάτων», σημειώνει στην έκθεσή της η Goldman, ενώ στο δυσμενές σενάριο εκτιμά ότι η ανάπτυξη της ευρωζώνης φέτος μπορεί να προσγειωθεί στο 1,4%.