Αρκούντως επιθετική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συγκρινόμενη με τις αμέσως προηγούμενες, όπου εκφράζει την ανησυχία της για τον πληθωρισμό και ξεκαθαρίζει ότι ο κύριος στόχος της δεν είναι άλλος από την επιστροφή, μεσοπρόθεσμα, του πληθωρισμού στο όριο του 2%.
Ταυτόχρονα, όμως, στέλνει και ενθαρρυντικό μήνυμα προς υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, όπως Ελλάδα και Ιταλία, καθώς ξεκαθαρίζει ότι μπορεί να τους προσφέρει στήριξη, ενεργοποιώντας το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ΡΕΡΡ, εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο για να αντιμετωπιστεί μια μεγάλη αύξηση στα κόστη δανεισμού.
Επίσης επαναλαμβάνει τη σταθερή θέση ότι θα στηρίξει τα ελληνικά ομόλογα, σε περίπτωση που υπάρξουν ενδείξεις κατακερματισμού της αγοράς. Όπως αναφέρει: «Σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις του PEPP μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία ανά πάσα στιγμή σε διάφορες χρονικές περιόδους, κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και δικαιοδοσίες. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέραν των ανακυκλώσεων των εξοφλήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στην εν λόγω δικαιοδοσία, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για να αντιμετωπιστούν οι αρνητικοί κλυδωνισμοί που σχετίζονται με την πανδημία».
Τον Ιούλιο η αύξηση επιτοκίου
Η ΕΚΤ έστειλε το ξεκάθαρο μήνυμα προς τις αγορές ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίων στα τέλη Ιουλίου θα είναι κατά 25 μονάδες βάσης, όπως και αυτή που έχει προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο, ενώ αργότερα οι όποιες αυξήσεις θα γίνουν σταδιακά και βάσει των δεδομένων που θα έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ. Σημειώνεται ότι ορισμένοι τραπεζίτες είχαν εκφραστεί υπέρ μιας αύξησης κατά μισή μονάδα.
Παράλληλα οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ προχώρησαν σε αναβάθμιση των εκτιμήσεών τους για τον πληθωρισμό και υποβάθμιση των αντίστοιχων για την ανάπτυξη, καθώς θεωρούν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα πλήξουν σημαντικά τη ζήτηση. Όπως εκτιμούν, πληθωρισμός δεν πρόκειται να επιστρέψει κοντά στο 2% πριν από το 2025. Πιο συγκεκριμένα αναμένουν ότι φέτος θα διαμορφωθεί στο 6,8%, για να υποχωρήσει στο 3,5% το 2023 και να φθάσει στο 2,1% το 2024. Εξαιρουμένης ενέργειας και τροφίμων ο πληθωρισμός θα φθάσει φέτος στο 3,3%, στο 2,8% το 2023 και στο 2,3% το 2024.
Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας αναμένουν ανάπτυξη 2,8% για το τρέχον έτος, υποχώρησή της στο 2,1% το 2023 και διατήρηση του ρυθμού του 2,1% και το 2024. Σημειώνεται ότι πρόκειται για υποβάθμιση των εκτιμήσεων, σε σύγκριση με τον Μάρτιο, για 2022 και 2023 αλλά για αναβάθμιση αυτής του 2024. Όπως ήταν απόλυτα αναμενόμενο τα επιτόκια διατηρήθηκαν αμετάβλητα, ενώ επιβεβαιώθηκε η ολοκλήρωση του κλασσικού προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης ΑΡΡ την 1η Ιουλίου.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ
Ο υψηλός πληθωρισμός είναι μια μεγάλη πρόκληση για όλους μας. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Τον Μάιο ο πληθωρισμός αυξήθηκε και πάλι σημαντικά, κυρίως λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, μεταξύ άλλων λόγω των επιπτώσεων του πολέμου. Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις διευρύνθηκαν και εντάθηκαν, με τις τιμές πολλών αγαθών και υπηρεσιών να αυξάνονται έντονα.
Οι εμπειρογνώμονες του Ευρωσυστήματος αναθεώρησαν σημαντικά προς τα πάνω τις βασικές προβλέψεις τους για τον πληθωρισμό. Οι προβολές αυτές δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει ανεπιθύμητα αυξημένος για κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η συγκράτηση του κόστους της ενέργειας, η άμβλυνση των διαταραχών του εφοδιασμού που σχετίζονται με την πανδημία και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση του πληθωρισμού.
Οι νέες προβολές των εμπειρογνωμόνων προβλέπουν ετήσιο πληθωρισμό 6,8% το 2022, προτού μειωθεί στο 3,5% το 2023 και στο 2,1% το 2024 - υψηλότερα από ό,τι στις προβολές του Μαρτίου. Αυτό σημαίνει ότι ο γενικός πληθωρισμός στο τέλος του χρονικού ορίζοντα προβολής προβλέπεται να είναι ελαφρώς πάνω από τον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο πληθωρισμός εξαιρουμένης της ενέργειας και των τροφίμων προβλέπεται να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 3,3% το 2022, 2,8% το 2023 και 2,3% το 2024 - επίσης πάνω από τις προβολές του Μαρτίου.
Η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία συνεχίζει να επιβαρύνει την οικονομία στην Ευρώπη και πέραν αυτής. Διαταράσσει το εμπόριο, οδηγεί σε ελλείψεις υλικών και συμβάλλει στις υψηλές τιμές της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων. Αυτοί οι παράγοντες θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν την εμπιστοσύνη και να μειώνουν την ανάπτυξη, ιδίως βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συνεχίσει η οικονομία να αναπτύσσεται λόγω της συνεχιζόμενης επαναλειτουργίας της οικονομίας, της ισχυρής αγοράς εργασίας, της δημοσιονομικής στήριξης και των αποταμιεύσεων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μόλις μειωθούν οι σημερινοί αντίξοοι άνεμοι, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει και πάλι.
Οι προοπτικές αυτές αντικατοπτρίζονται σε γενικές γραμμές στις προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, οι οποίες προβλέπουν ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,8% το 2022, 2,1% το 2023 και 2,1% το 2024. Σε σύγκριση με τις προβολές του Μαρτίου, οι προοπτικές έχουν αναθεωρηθεί σημαντικά προς τα κάτω για το 2022 και το 2023, ενώ για το 2024 έχουν αναθεωρηθεί προς τα πάνω. Με βάση την επικαιροποιημένη εκτίμησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να λάβει περαιτέρω μέτρα για την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής του. Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει την προαιρετικότητα, την εξάρτηση από τα δεδομένα, τη σταδιακότητα και την ευελιξία κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Πρόγραμμα APP και πρόγραμμα PEPP
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να τερματίσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων (APP) από την 1η Ιουλίου 2022. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, στο σύνολό τους, τις πληρωμές κεφαλαίου από τους τίτλους που λήγουν και αγοράζονται στο πλαίσιο του APP για παρατεταμένο χρονικό διάστημα μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για τη διατήρηση άφθονων συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της πανδημίας (PEPP), το Διοικητικό Συμβούλιο προτίθεται να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίου από τους τίτλους που λήγουν και αγοράζονται στο πλαίσιο του προγράμματος μέχρι τουλάχιστον το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετακύλιση του χαρτοφυλακίου του PEPP θα τύχει διαχείρισης ώστε να αποφευχθεί η παρεμβολή στην κατάλληλη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Σε περίπτωση νέου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις του PEPP μπορούν να προσαρμοστούν με ευελιξία ανά πάσα στιγμή σε διάφορα χρονικά διαστήματα, κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και δικαιοδοσίες. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέραν των ανακυκλώσεων των εξαγορών, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη δικαιοδοσία, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για να αντιμετωπιστούν οι αρνητικοί κλυδωνισμοί που σχετίζονται με την πανδημία.
Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ
Το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε προσεκτική εξέταση των προϋποθέσεων που, σύμφωνα με τις μελλοντικές οδηγίες του, θα πρέπει να πληρούνται προτού αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις αυτές έχουν εκπληρωθεί.
Κατά συνέπεια, και σύμφωνα με την αλληλουχία της πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου, το Διοικητικό Συμβούλιο προτίθεται να αυξήσει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής του Ιουλίου. Εν τω μεταξύ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αφήσει αμετάβλητα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.
Όσον αφορά το μέλλον, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένεται να αυξήσει εκ νέου τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Η βαθμονόμηση αυτής της αύξησης των επιτοκίων θα εξαρτηθεί από τις επικαιροποιημένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό διατηρηθούν ή επιδεινωθούν, θα είναι σκόπιμη μια μεγαλύτερη αύξηση στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Πέραν του Σεπτεμβρίου, με βάση την τρέχουσα εκτίμησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα είναι κατάλληλη μια σταδιακή αλλά σταθερή πορεία περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων. Σύμφωνα με τη δέσμευση του Διοικητικού Συμβουλίου στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, ο ρυθμός με τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο θα προσαρμόσει τη νομισματική του πολιτική θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα στοιχεία και από τον τρόπο με τον οποίο εκτιμά ότι θα εξελιχθεί ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις συνθήκες χρηματοδότησης των τραπεζών και να διασφαλίζει ότι η λήξη των πράξεων στο πλαίσιο της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTRO III) δεν θα εμποδίζει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής του πολιτικής. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί επίσης τακτικά τον τρόπο με τον οποίο οι στοχευμένες πράξεις δανεισμού συμβάλλουν στη χάραξη της νομισματικής του πολιτικής. Όπως ανακοινώθηκε προηγουμένως, οι ειδικοί όροι που ισχύουν στο πλαίσιο του TLTRO III θα λήξουν στις 23 Ιουνίου 2022.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα του, ενσωματώνοντας ευελιξία, εφόσον αυτό δικαιολογείται, ώστε να διασφαλίσει τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Η πανδημία έδειξε ότι, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία στον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή των αγορών περιουσιακών στοιχείων συνέβαλε στην αντιμετώπιση της μειωμένης μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και κατέστησε αποτελεσματικότερες τις προσπάθειες του Διοικητικού Συμβουλίου για την επίτευξη του στόχου του. Στο πλαίσιο της εντολής της ΕΚΤ, υπό συνθήκες πίεσης, η ευελιξία θα παραμείνει στοιχείο της νομισματικής πολιτικής κάθε φορά που οι απειλές στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών.