Αντιμέτωπη με ένα δύσκολο παζλ αρνητικών δεδομένων, εξαιτίας και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, για την οικονομία της ευρωζώνης αλλά και με ενδείξεις «διχασμού» στο εσωτερικό της βρίσκεται η ΕΚΤ, η οποία συνεδριάζει την Πέμπτη.
Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να διαφωνούν ως προς τον τρόπο αντίδρασης στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά ευθυγραμμίζονται όλο και περισσότερο ως προς την ανάγκη αύξησης των επιτοκίων. Παρά το γεγονός ότι η εισβολή της Ρωσίας θέτει σε κίνδυνο την ανάκαμψη της ευρωζώνης, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν περισσότερο για την αύξηση στο ήδη υψηλό ενεργειακό κόστος, όπως υπογράμμισαν τον περασμένο μήνα, συμφωνώντας να επιταχύνουν την άρση των προγραμμάτων στήριξης.
Τα πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης αποκάλυψαν τις διαχωριστικές γραμμές σχετικά με το πότε και πόσο επιθετικά πρέπει να δράσει η ΕΚΤ, καθώς ο πληθωρισμός είναι σχεδόν τετραπλάσιος σε σύγκριση με τον στόχο του 2%, ενώ ΗΠΑ και Βρετανία προχώρησαν σε αύξηση επιτοκίων. Αυτό για το οποίο όλοι συμφωνούν, τόσο οι οικονομολόγοι όσο και οι αγορές, είναι ότι έφθασε η στιγμή για εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Οι περισσότεροι, δε, αναμένουν ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίων θα πραγματοποιηθεί έως τον Δεκέμβριο, δίνοντας τέλος σε έναν κύκλο αρνητικών επιτοκίων που διήρκησε εννέα χρόνια.
«Οι λογικοί άνθρωποι μπορούν να διαφωνήσουν σχετικά με τα δεδομένα σε αυτό το στάδιο», σημειώνει ο Ντερ Σουμάχερ, αναλυτής της Natixis αλλά «όλοι μπορούν να δουν ότι η εξομάλυνση πρέπει να συμβεί. Το θέμα είναι μόνο η ταχύτητα και το πόσο επιθετικά πρέπει να είναι τα μέτρα». Κανείς δεν αναμένει ότι οι αποφάσεις αυτές θα ληφθούν όταν οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ συναντηθούν αυτή την εβδομάδα στη Φρανκφούρτη: Η Goldman Sachs συμφωνεί με τους traders στις αγορές χρήματος και εκτιμά ότι η πρώτη αύξηση επιτοκίων θα γίνει τον Σεπτέμβριο.
Η συνεδρίαση της Πέμπτης – στην οποία δεν είναι γνωστό εάν θα παραβρεθεί δια ζώσης η Κριστίν Λαγκάρντ, καθώς διαγνώστηκε με κορονοϊό- θα προσφέρει μια ακόμη ευκαιρία να συζητηθεί το κατάλληλο χρονοδιάγραμμα εν μέσω της αυξημένης αβεβαιότητας. Οι αξιωματούχοι ενδέχεται επίσης να συζητήσουν τη δημιουργία ενός «εργαλείου κρίσης» που θα χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση εκτίναξης των αποδόσεων των ομολόγων των ασθενέστερων οικονομιών της ευρωζώνης μετά το τέλος των αγορών περιουσιακών στοιχείων.
Στη συνεδρίαση του Μαρτίου, σύμφωνα με τον απολογισμό της ΕΚΤ, καταγράφηκαν «διαφορετικές απόψεις» σχετικά με το πόσο επίμονος θα αποδειχθεί ο πληθωρισμός μετά το ρεκόρ του 7,5% που έφτασε. Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προειδοποίησαν ότι «θα μείνουμε πίσω από την καμπύλη» όσον αφορά την αντιμετώπιση των τιμών. Άλλοι προειδοποίησαν ότι τα «τολμηρά βήματα» θα μπορούσαν να πλήξουν την εμπιστοσύνη εντός του νομισματικού μπλοκ, ιδιαίτερα εν τω μέσω της αβεβαιότητας που έχει προκαλέσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Ο επικεφαλής της Bundesbank, Γιοακίμ Νάγκελ και ο συνάδελφός του της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας, Κλάας Νοτ – δύο παραδοσιακά «γεράκια» - τάσσονται υπέρ της γρήγορης δράσης. Οι συνάδελφοί τους θέλουν από Αυστρία, Βέλγιο και Σλοβακία θέλουν δύο αυξήσεις επιτοκίων το 2022, με την πρώτη να πραγματοποιείται τον Σεπτέμβριο.
Άλλοι είναι πιο επιφυλακτικοί. Ο Ιταλός Ιγκνάσιο Βίσκo δήλωσε στα μέσα Μαρτίου ότι οι προβλέψεις που δημοσίευσε η ΕΚΤ μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα - οι οποίες δεν θα επικαιροποιηθούν μέχρι τον Ιούνιο - θα μπορούσαν ήδη να είναι ξεπερασμένες λόγω της επιδείνωσης των προοπτικών. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν δήλωσε ότι ο πόλεμος θα μπορούσε να απαιτήσει αλλαγές πολιτικής προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Το πόσο γρήγορα μπορεί η ΕΚΤ να αποβάλει την εξαιρετικά χαλαρή πολιτική της είναι ασαφές, καθώς «εξαρτάται από πολλά δεδομένα», σύμφωνα με την οικονομολόγο της Allianz, Καταρίνα Ούτερμολ. «Αναμένω ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει την προσεκτική στάση και θα παραμείνει σε κατάσταση αναμονής», εκτίμησε, καθώς υπάρχουν «βαθιές διχογνωμίες μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με τις προοπτικές του πληθωρισμού και, με το ποια είναι η κατάλληλη αντίδραση της πολιτικής».
Ακόμη και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που διατηρούν μία πιο ήπια στάση, όπως ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, κατανοούν την ανάγκη αλλαγής πολιτικής. Ο κ. Στουρνάρας σε πρόσφατες δηλώσεις του υπογράμμισε ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να «κάνει ό,τι χρειαστεί» ώστε να ανακόψει τον πληθωρισμό.
Μια πιο έντονη οικονομική ύφεση θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα. Ακόμη και στο απόλυτα απαισιόδοξο σενάριο της ΕΚΤ για το 2022 προβλέπεται ότι θα υπάρξει ανάπτυξη άνω του 2% φέτος. Όμως οι κορυφαίοι οικονομικοί σύμβουλοι του Γερμανού καγκελάριου, Όλαφ Σολτς, έσπευσαν να τονίσουν ότι η γερμανική οικονομία μπορεί να διολισθήσει σε ύφεση εάν επιβληθεί εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικής ενέργειας.
Ο Μάρτιν Βόλμπουργκ, οικονομολόγος της Generali Investments, παραδέχεται ότι μια ύφεση θα μπορούσε να εκτροχιάσει την πορεία και την πολιτική της ΕΚΤ, αλλά εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, η μη αύξηση επιτοκίων αποτελεί μία «διόλου ρεαλιστική πολιτική. Πρέπει να ξεκινήσουν τη διαδικασία εξομάλυνσης προκειμένου να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους».