Υποβαθμίζει την εκτίμησή του για την ανάπτυξη της οικονομίας το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την οποία τοποθετεί φέτος στο 3,5% από 4,5% πριν, λόγω των αρνητικών συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα προειδοποιεί την κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε μόνιμη μείωση τόσο των ασφαλιστικών εισφορών όσο και της εισφοράς αλληλεγγύης, καθώς αυτό θα πλήξει σημαντικά τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Ειδική αναφορά γίνεται και στην πορεία των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, με το ΔΝΤ να τονίζει ότι έχει υπάρξει μεγάλη μείωσή τους, αλλά να προσθέτει ότι αυτά, αν και το μεγαλύτερο μέρος τους έχει «φύγει» από τους ισολογισμούς των τραπεζών, παραμένει στην πραγματική οικονομία και ως εκ τούτου θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν την οικονομία μελλοντικά.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «τα σχέδια για μόνιμες περικοπές στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και στον φόρο αλληλεγγύης για όλους τους φορολογούμενους θα πρέπει να αντιστραφούν, καθώς μεταφέρουν το βάρος στις μελλοντικές γενιές και είναι κακώς στοχευμένα ή τουλάχιστον θα πρέπει να χρηματοδοτούνται πλήρως μέσω προσαρμογών παροχών και μέτρων διεύρυνσης της βάσης».
Στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της έκθεσης, ο επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ στην Ελλάδα, Ντένις Μπότμαν υπογράμμισε ότι θα πρέπει να αναστραφεί ο σχεδιασμός της κυβέρνησης, όπως έχει εξαγγελθεί από τον πρωθυπουργό, για μόνιμες μειώσεις ασφαλιστικών εισφορών και της εισφοράς αλληλεγγύης.
Εξήγησε ότι δεν θα πρέπει οι προσωρινές μειώσεις που εφαρμόστηκαν για την πανδημία να μονιμοποιηθούν και να επεκταθούν, για παράδειγμα με την επέκταση της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα, εάν δεν υπάρχει επαρκής κάλυψη των δημοσιονομικών συνεπειών από άλλες πηγές, για παράδειγμα με προσαρμογές στις συντάξεις. Όπως τόνισε, «όταν δεν χρηματοδοτούνται επαρκώς τέτοιες μειώσεις, ουσιαστικά δημιουργούνται ελλείμματα και βάρη που θα περάσουν στις επόμενες γενιές».
Ο κ. Μπότμαν τόνισε τη σημασία της ισχυρής ανάκαμψης της οικονομίας το 2021, που πλησίασε στα επίπεδα προ πανδημίας. Υπογράμμισε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αλλάζει την πρόβλεψη για ισχυρή ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2022. Το Ταμείο, όμως, μειώνει την πρόβλεψη για την ανάπτυξη κατά 1%, στο 3,5%, ενώ αναπροσαρμόζει ανοδικά την πρόβλεψη για τον μέσο πληθωρισμό στο 4,5%, σημειώνοντας ότι θα παραμείνει υψηλός και το πρώτο εξάμηνο του 2023 και θα αρχίσει στη συνέχεια να υποχωρεί προς το 2%. Πάντως, οι προβλέψεις υπόκεινται σε σοβαρή αβεβαιότητα και ιδιαίτερα για τον πληθωρισμό, όπως είπε ο κ. Μπότμαν, μπορεί να υπάρξουν σοβαρές ανοδικές αποκλίσεις.
Εν γένει, πάντως, η έκθεση του Ταμείου θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί θετική, με το ΔΝΤ να συνεχίζει παραμένει σταθερό ως προς τις παρατηρήσεις του για τα τρωτά σημεία της ελληνικής οικονομίας.
Η έκθεση του ΔΝΤ
Όπως αναφέρει το κείμενο βασικών συμπερασμάτων μετά τον έλεγχο με βάση το άρθρο IV του καταστατικού, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε δυναμικά από τη σοβαρή ύφεση που προκλήθηκε από τον COVID-19 το 2020. Η παραγωγή επέστρεψε στο προ πανδημίας επίπεδο το 2021, αντικατοπτρίζοντας ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού, αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης καθώς τα νοικοκυριά αύξησαν τις αποταμιεύσεις, ενώ διατηρήθηκε η ισχυρή ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων βοηθούμενες και από τις αυξημένες άμεσες ξένες επενδύσεις.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) μειώθηκαν σημαντικά στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής» και η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος βελτιώθηκε. Η ανεργία μειώνεται με σταθερό ρυθμό. Οι μεταρρυθμίσεις σημείωσαν πρόοδο σε διάφορους τομείς, όπως η ψηφιοποίηση, οι ιδιωτικοποιήσεις και η βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Οι αρχές ολοκληρώνουν την πρόωρη πληρωμή όλων των εκκρεμών πιστώσεων του ΔΝΤ (1,8 δισεκατομμύρια ευρώ), γεγονός που θα μειώσει περαιτέρω τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες για τη χώρα.
Παρά τις σημαντικές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία και άλλες άμεσες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία οι συνέπειες του πολέμου είναι περιορισμένες. Οι έμμεσες επιδράσεις λόγω της εμπορικής σχέσης και ο αντίκτυπος του υψηλότερου πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα και την κατανάλωση είναι τα βασικά προβλήματα. Επιπλέον, η αυξημένη αποστροφή κινδύνου και η ασθενέστερη εμπιστοσύνη των καταναλωτών αναμένεται να καθυστερήσουν τις επενδύσεις και να μειώσουν την ανάκαμψη του τουρισμού. Όλοι μαζί, αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να μειώσουν την ανάπτυξη φέτος κατά μια πλήρη ποσοστιαία μονάδα στο 3,5%. Η ισχυρότερη και πιο επίμονη αύξηση των τιμών της ενέργειας αναμένεται να ωθήσει τον μέσο πληθωρισμό στο 4,5% το 2022, προτού σταθεροποιηθεί στο 1,9% μεσοπρόθεσμα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να προκαλέσει ελλείψεις στην ενέργεια και να προσθέσει ισχυρότερες από τις αναμενόμενες πιέσεις στον εγχώριο πληθωρισμό, τον τουρισμό και την αποστροφή του κινδύνου και να προκαλέσει ταχύτερη σύσφιξη των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών. Άλλοι κίνδυνοι περιλαμβάνουν νέα κύματα λοιμώξεων από τον COVID-19 που προκαλούν οικονομικές διαταραχές και πιθανές καθυστερήσεις της απορρόφησης των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ενώ η συνεχιζόμενη υποστηρικτική στάση της ΕΚΤ είναι ελαφρυντικός παράγοντας, οι πιέσεις δαπανών και οι μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τη μεσοπρόθεσμη πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος και διευρύνοντας τα spreads.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα έως το 2023, αντανακλώντας την ισχυρή ανάπτυξη, τη δημοσιονομική προσαρμογή και τον υψηλότερο πληθωρισμό εν μέσω του πολύ μεγάλου μεριδίου του χρέους σταθερού επιτοκίου και μακράς διάρκειας. Αν και ο συνολικός κίνδυνος του χρέους είναι μέτριος, παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων, όταν η Ελλάδα αρχίσει να αντικαθιστά την επίσημη χρηματοδότηση με χρηματοδότηση από την αγορά. Παρά το μεγάλο χρηματικό απόθεμα της κυβέρνησης και την ενεργή διαχείριση του, η ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το χρέος της εάν υπάρξει κάποιο σοβαρό σοκ εξαρτάται από τη συνεχιζόμενη περιφερειακή υποστήριξη.
Η αποστολή υποστήριξε τη σταδιακή κατάργηση όλων των προσωρινών μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία έως τα τέλη του 2022. Πρότεινε τη στόχευση πρωτογενούς ελλείμματος κάτω του 2% του ΑΕΠ φέτος, κάτι που συνεπάγεται έναν πιο ήπιο δημοσιονομικό προσανατολισμό. Αυτή η στάση είναι κατάλληλη δεδομένου του αρνητικού παραγωγικού κενού, καθώς η μεταβίβαση από τη δημόσια στήριξη στην ιδιωτική δραστηριότητα παραμένει ατελής. Η αποστολή συνέστησε να διατηρηθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, με παράλληλη αντιμετώπιση των καθοδικών κινδύνων μέσω των αυτόματων σταθεροποιητών. Τα μέτρα στήριξης για τις υψηλές τιμές ενέργειας θα πρέπει να είναι προσωρινά και να στοχεύουν σε ευάλωτες ομάδες, επιτρέποντας παράλληλα τη σταδιακή μετάδοση υψηλότερων τιμών στους καταναλωτές. Θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των κενών κάλυψης στο σύστημα Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος που ελέγχεται βάσει πόρων και στην αύξηση των οριζόντιων παροχών του τουλάχιστον σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό, ώστε να μπορέσει να γίνει πιο αποτελεσματικό «δίχτυ ασφαλείας» έναντι δυσμενών κραδασμών όπως η συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση .
Η αποστολή συνέστησε μια σταδιακή πορεία εξυγίανσης για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 2% του ΑΕΠ έως το 2027, υποστηριζόμενη από αξιόπιστα μέτρα. Τα σχέδια για μόνιμες περικοπές στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και στον φόρο αλληλεγγύης για όλους τους φορολογούμενους θα πρέπει να αντιστραφούν, καθώς μεταφέρουν το βάρος στις μελλοντικές γενιές και είναι κακώς στοχευμένα ή τουλάχιστον πλήρως χρηματοδοτούνται μέσω προσαρμογών παροχών και μέτρων διεύρυνσης της βάσης.
Η αποστολή χαιρέτισε τις βελτιώσεις στο δημοσιονομικό μείγμα που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ιδίως τις υψηλότερες δαπάνες για την υγεία και τις δημόσιες επενδύσεις, και τόνισε ότι αυτά τα κέρδη δεν πρέπει να θυσιαστούν για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης. Αντίθετα, οι πιέσεις δαπανών για τις συντάξεις και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων θα πρέπει να περιοριστούν, μεταξύ άλλων με σεβασμό του παγώματος των συντάξεων φέτος και του τύπου τιμαριθμικής αναπροσαρμογής από το επόμενο έτος και μετά. Παραμένει άφθονο το περιθώριο περαιτέρω βελτίωσης του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής με τη σταδιακή κατάργηση των μεταφορών προς τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις επιδοτήσεις καυσίμων μεσοπρόθεσμα και την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής από τους αυτοαπασχολούμενους, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες και επαναλαμβανόμενες επενδυτικές ανάγκες μόλις λήξει η χρηματοδότηση της NGEU. Η επιτάχυνση των δημοσιονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα διευκόλυνε αυτές τις προσπάθειες.
Μετά την επιτυχή τιτλοποίηση των ΜΕΔ, οι κίνδυνοι έχουν μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα και σε μικρότερο βαθμό στο κράτος. Περαιτέρω μείωση του προβληματικού χρέους και των ΜΕΔ θα προέλθει από την εφαρμογή του νέου νόμου περί αφερεγγυότητας, τη βελτίωση των πλαισίων διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και την ανάπτυξη βιώσιμων μακροπρόθεσμων αναδιαρθρώσεων. Οι αρχές θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τους κινδύνους που απορρέουν από τις νέες εισροές ΜΕΔ μόλις αποσυρθούν πλήρως τα μέτρα στήριξης και να εξασφαλίσουν επαρκή πιστοληπτική ταξινόμηση και προβλέψεις και να εποπτεύουν τους κινδύνους που προκύπτουν από τους πιστωτικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στην προβληματική αγορά χρέους.
Το κεφάλαιο που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση ζημιών από τιτλοποιήσεις ΜΕΔ πρέπει να αναπληρωθεί για να εξασφαλιστούν επαρκή αποθέματα ασφαλείας για τον μετριασμό των μελλοντικών κρίσεων. Βραχυπρόθεσμα, αυτό μπορεί να απαιτήσει αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και ισχυρότερα διαρθρωτικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Οι αρχές θα πρέπει να προετοιμάσουν έναν οδικό χάρτη βάσει των συνθηκών για την ενεργοποίηση κυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας και μέτρων με βάση τους δανειολήπτες μεσοπρόθεσμα. Οι αρχές θα πρέπει να συνεργαστούν με τους ευρωπαίους εταίρους για να αντιμετωπίσουν το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) στο τραπεζικό κεφάλαιο. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι τράπεζες προσαρμόζουν αποτελεσματικά τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να αποκαταστήσουν τη βιώσιμη κερδοφορία εν μέσω αυξημένου ανταγωνισμού Fintech και οικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και ότι οι τράπεζες καλύπτουν τις σημαντικές χρηματοδοτικές τους ανάγκες μεσοπρόθεσμα.
Η αποστολή ενθάρρυνε τις αρχές να επιδιώξουν μια συνετή αύξηση του κατώτατου μισθού που διαφυλάσσει τα κέρδη ανταγωνιστικότητας. Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας των αρχών προσφέρει ένα καλό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, αλλά η εφαρμογή θα είναι καθοριστική για τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου οργανισμού απασχόλησης, την ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων και την ευθυγράμμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αύξηση των προοπτικών σύγκλισης απαιτεί πιο αποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων επενδύσεων, χρηστή διακυβέρνηση, διαφάνεια και ένα πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον. Η αποστολή κάλεσε τις αρχές να προστατεύσουν την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της στατιστικής υπηρεσίας και του προσωπικού της, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για να τηρήσουν τη «Δέσμευση για την εμπιστοσύνη στις στατιστικές» που ενέκρινε η κυβέρνηση το 2012.
Η αποστολή επαίνεσε τη δέσμευση της Ελλάδας σε φιλικές προς το κλίμα πολιτικές, οι οποίες απαιτούν ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας για τη διευκόλυνση της πράσινης μετάβασης. Το σχέδιο νόμου για το κλίμα θέτει φιλόδοξους στόχους που υποστηρίζονται από μια ουσιαστική ώθηση στις πράσινες επενδύσεις, που χρηματοδοτούνται εν μέρει από πόρους της NGEU. Καθώς οι κλιματικές αλλαγές και οι κλιματικές πολιτικές θα επηρέαζαν δυσανάλογα τις ευάλωτες ομάδες, η αποστολή θεώρησε ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας ως κρίσιμο μέρος της στρατηγικής προσαρμογής. Η θέσπιση ενός νέου φόρου άνθρακα και η σταδιακή αύξηση του με την πάροδο του χρόνου θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί για τη χρηματοδότηση στοχευμένων μεταφορών και πράσινων επενδύσεων.