«Στη δύσκολη συγκυρία που διανύουμε κάθε μέτρο που λαμβάνεται για την ανακούφιση επιχειρήσεων και νοικοκυριών είναι προφανώς ευπρόσδεκτο. Ωστόσο τα μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και ανέλυσαν οι αρμόδιοι υπουργοί της κυβέρνησης παρόλο που είναι θετικά, δεν αρκούν για να δημιουργήσουν το ισχυρό ανάχωμα που οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά χρειάζονται για να ανταπεξέλθουν στην καταιγίδα των ανατιμήσεων που βιώνουν καθημερινά».
Αυτό σημειώνει σε ανακοίνωσή της η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος. Η ΓΣΕΒΕΕ προσθέτει ότι πρόκειται για «μέτρα βοήθημα» αλλά όχι «λύση στην πληθωριστική απειλή».
Στην ανακοίνωση επισημαίνονται τα εξής:
«Με τον ρυθμό που αυξάνονται οι τιμές ενέργειας και πρώτων υλών (σιτηρά, έλαια κλπ) φοβόμαστε ότι βαδίζουμε με ταχύτητα σε εκ νέου φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.
Θεωρούμε ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν θα πρέπει να συμπληρωθούν με επιπρόσθετα».
Η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει τα εξής:
- Πλήρης κάλυψη του επιπλέον ενεργειακού κόστους για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
- Πλαφόν στις τιμές ενέργειας και μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα.
- Μείωση του ΦΠΑ στο 6% στην εστίαση και σε όλα τα τρόφιμα, με εξαίρεση τα είδη πολυτελείας.
- Αύξηση του μέρους των ενισχύσεων που αναλογεί για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, από το σύνολο των επιδοτήσεων. Αυτό προϋποθέτει εκτός από την εξειδίκευση της 1ης παρέμβασης που ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομικών και την αύξηση του συνολικού ποσού (640 εκ ευρώ).
- Έλεγχος της αγοράς σε όλη την κλίμακα (και όχι μόνο στο εμπόριο) για να εξακριβωθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και να βεβαιωθεί κατά πόσο υπάρχουν αδικαιολόγητες ανατιμήσεις.
- Μετατροπή των Επιστρεπτέων σε Μη Επιστρεπτέες Προκαταβολές για το σύνολο των οφειλών. Η περαιτέρω αύξηση της περιόδου αποπληρωμής (από 60 σε 96 δόσεις) αναγνωρίζει το πρόβλημα αλλά δεν το επιλύει. Απλώς για μια ακόμη φορά το μεταθέτει.
- Πάγωμα των οφειλών προς το Δημόσιο που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της πανδημίας.
«Τέλος, με αφορμή το σχόλιο του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών που αναγνώρισε ότι τα μέτρα βάζουν φρένο στις αυξήσεις χωρίς να τις καλύπτουν πλήρως, τονίζουμε ότι ενίοτε το φρένο δεν αποτρέπει το ατύχημα» καταλήγει η ανακοίνωση.
Ενεργειακή «ανάσα»
«Η νέα παρέμβαση της κυβέρνησης για την άμεση ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων απαντά ουσιαστικά στα βασικά αιτήματα του εμπορικού κόσμου, όπως είχαν τεθεί στην συνάντηση της ΕΣΕΕ με τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, με την παρουσία του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη, και εξειδικεύτηκαν στη συνέχεια σε συνάντησή της με τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα». Αυτό αναφέρει, σε ανακοίνωσή της, η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας.
Ειδικότερα, η ΕΣΕΕ τονίζει:
«Τόσο ο διπλασιασμός της επιδότησης από τα 65 ευρώ/MWH στα 130 ευρώ για όλες τις επιχειρήσεις όσο, ακόμη περισσότερο, η πρόσθετη επιδότηση 100 ευρώ/MWH στο σύνολο της κατανάλωσης για τις πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις με παροχή ισχύος έως 25kVA αντανακλούν τον πυρήνα των θέσεων που έχει εκφράσει η Συνομοσπονδία για στοχευμένα μέτρα που θα ανακουφίσουν τους πιο ευάλωτους της αγοράς.
Μάλιστα, η απόφαση για αναδρομική επιδότηση που θα αφορά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο και πάλι αποκλειστικά για τις επιχειρήσεις με παροχή ισχύος μέχρι 25kVA είναι ιδιαίτερα επιβοηθητική για τη βιωσιμότητά τους, καθώς -σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις- έχει στόχο να απορροφήσει αναδρομικά το 80% της ρήτρας αναπροσαρμογής.
Η ΕΣΕΕ εκτιμά πως παρά το ενισχυμένο πλέγμα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών, οι αβεβαιότητες που παράγει ο πόλεμος στην Ουκρανία και η παγκόσμια ενεργειακή κρίση θα χαμηλώσουν σημαντικά τον πήχη των προσδοκιών τους επόμενους μήνες για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και κυρίως για το λιανεμπόριο, το οποίο διάγει από το περασμένο φθινόπωρο μία παρατεταμένη περίοδο έλλειψης ρευστότητας. Σε αυτό το πρωτόγνωρο οικονομικό περιβάλλον επισημαίνουμε ότι θα απαιτηθεί η συστηματική παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων, η συνεχής συνεργασία της κυβέρνησης με τους φορείς της αγοράς και η διατήρηση της "πολεμικής" ετοιμότητας στην ανταπόκριση των συναρμόδιων υπουργείων στις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων».