Αρκετό δρόμο πρέπει να διανύσει ακόμη το ελληνικό ελαιόλαδο προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του στη μακρινή μεν αλλά σημαντική αγορά της Αυστραλίας, όπου υπάρχει άλλωστε έντονο το ελληνικό στοιχείο. Μπορεί οι ελληνικές εξαγωγές ελαιόλαδου προς τη συγκεκριμένη χώρα τα τελευταία χρόνια να δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης κοντά στην περιοχή των 1,4 χιλ. τόνων σε ετήσια βάση, ωστόσο το μερίδιο της χώρας μας παραμένει καθηλωμένο σε αρκετά χαμηλά επίπεδα - στο 3,8% το 2020 - σε σχέση με τους βασικούς ανταγωνιστές μας την Ισπανία και την Ιταλία σύμφωνα με την έρευνα που δημοσίευσε το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Σίδνεϋ.
Μάλιστα, οι εξαγωγές ελαιόλαδου της Ισπανίας κατέγραψαν θεαματική άνοδο το 2020, αγγίζοντας τους 29,125 χιλ. τόνους, γεγονός που την κατέταξε στην κορυφή με μερίδιο 79,7% και έχοντας αρκετά μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Ιταλία (με μερίδιο αγοράς 11,2%) και την Ελλάδα που βρέθηκε στην τρίτη θέση.
Άλλος ένας παράγοντας που δείχνει ότι θα πρέπει να γίνουν ακόμη μεγαλύτερες προσπάθειες για να αποκτήσει το ελληνικό ελαιόλαδο καλύτερη πρόσβαση στην αυστραλιανή αγορά αποτελεί το γεγονός ότι στην παρούσα φάση κανένα επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο δεν διατίθεται στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ με την πλειονότητα των πωλήσεων ελληνικού ελαιόλαδου να πραγματοποιείται μέσω παραδοσιακών ανεξάρτητων παντοπωλείων.
Αυτό δεν είναι ενθαρρυντικό εάν αναλογιστεί κανείς ότι το 60% της συνολικής αξίας των λιανικών πωλήσεων στην κατηγορία των μαγειρικών ελαίων στην Αυστραλία πραγματοποιείται από τις πέντε μεγαλύτερες αλυσίδες του κλάδου: Aldi Stores Supermarkets Pty Ltd, Boundary Bend Ltd, Conga Foods Pty Ltd, Coles Group Ltd και Woolworths Ltd. Οι τρεις από αυτές είναι μεγάλες αλυσίδες λιανικής, οι οποίες προσφέρουν σειρά προϊόντων private label (Aldi, Coles, Woolworths), μία εταιρεία προσφέρει αυστραλιανά προϊόντα (Boundary Bend) και μια εταιρεία είναι μεγάλος εισαγωγέας (Conga Foods).
Από την άλλη, καλύτερη εικόνα παρουσιάζει η χώρα μας στην κατηγορία του παρθένου ελαιόλαδου καθώς εκεί εμφανίζει μεγαλύτερο μερίδιο, το οποίο κυμαίνεται περίπου στο 6% ετησίως καθώς το σημαντικότερο ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Στο παρθένο ελαιόλαδο έγκειται και η μεγάλη ευκαιρία για τις ελληνικές ελαιουργικές επιχειρήσεις καθώς τα τελευταία χρόνια το συνολικό μερίδιο των εισαγωγών παρθένου ελαιόλαδου έχει διευρυνθεί σημαντικά, γεγονός που επιβεβαιώνει την απομάκρυνση της αυστραλιανής αγοράς από τα ραφιναρισμένα προϊόντα.
Συγκεκριμένα, το 2008 το μερίδιο του παρθένου ελαιόλαδου ήταν μόλις 46% έναντι 61,2% κατά το 2020, δηλαδή κατά την περίοδο αυτή σημείωσε αύξηση της τάξης του 75,5%. Σε γενικές γραμμές εκτιμάται ότι μέσα στα επόμενα χρόνια αναμένεται να αυξηθεί η ζήτηση και η κατανάλωση ελαιόλαδου από την Αυστραλία. Σε αυτό το πλαίσιο, μια συντηρητική προσέγγιση της διατήρησης του τρέχοντος όγκου των εξαγωγών από τις ελληνικές επιχειρήσεις θα είχε ως αποτέλεσμα την συρρίκνωση του μεριδίου των ελληνικών προϊόντων έναντι των υπόλοιπων διεθνών ανταγωνιστών. Το ελληνικό ελαιόλαδο θα πρέπει να επιδιώξει να καλύψει μέρος της αυξανόμενης ζήτησης και να αυξήσει τον όγκο εξαγωγών προκειμένου να διατηρήσει το μερίδιο της αγοράς ή ακόμη και να διεκδικήσει αύξηση του σχετικού μεριδίου του.