Υψηλά μερίδια στις ελληνικές εξαγωγές τροφίμων και καλούς ρυθμούς ανάπτυξης διατηρούν τα γνώριμα «δυνατά» προϊόντα στο εξαγωγικό οπλοστάσιο της χώρας, όπως το ελαιόλαδο, η φέτα, τα ψάρια και οι κομπόστες, ενώ με γοργό ρυθμό εξελίσσονται οι πωλήσεις στο εξωτερικό των ειδών αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής «made in Greece».
Την ίδια στιγμή, σταθερή ανάπτυξη παρουσιάζουν οι εξαγωγές του ελληνικού τροφίμου στις παραδοσιακές αγορές του, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, ενώ θετική προοπτική διαφαίνεται και για νέες. Πάντως, σε ό,τι αφορά το μεταποιημένο τυποποιημένο προϊόν προστιθέμενης αξίας, οι πωλήσεις στο εξωτερικό ως ποσοστό επί του συνόλου, υστερούν σημαντικά, σε σχέση π.χ., με εκείνες της Ιταλίας.
Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτη για τις ελληνικές εξαγωγές στον κλάδο, που πραγματοποίησε η εταιρεία Global Greece, βάζοντας στο «μικροσκόπιο» τα 30 κρισιμότερα εξαγώγιμα ελληνικά τρόφιμα και ποτά, τόσο ως προς τις ποσότητες, όσο και ως προς τις προοπτικές τους, με βάση την ανάπτυξη των εξαγωγών τους την τελευταία πενταετία.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα τρόφιμα και τα ποτά αντιστοιχούν στο 16% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, ποσοστό που ανεβαίνει στο 24% εάν εξαιρεθούν οι πωλήσεις πετρελαιοειδών. Ωστόσο οι εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων προστιθέμενης αξίας, εκείνων δηλαδή που αποφέρουν το μεγαλύτερο όφελος, αντιστοιχούν μόλις στο 51% του συνόλου, πολύ μικρό ποσοστό έναντι του 76% της Ιταλίας για παράδειγμα.
Όπως δήλωσε ο διευθυντής της Global Greece, Μπάμπης Φιλαδαρλής, «ένας κρίσιμος παράγοντας για να αυξήσουμε τις εξαγωγές του κλάδου είναι ο εντοπισμός των πιο σπουδαίων εξαγόμενων προϊόντων, καθώς και των πιο ενδεδειγμένων χωρών για στόχευση. Κάναμε αυτή τη μελέτη για να καταγράψουμε ποια είναι τα κρισιμότερα εξαγώγιμα προϊόντα και ποιες οι σπουδαιότερες αγορές για το καθένα από αυτά, με κριτήρια τόσο σε μέγεθος εξαγωγών όσο και σε προοπτική, την ανάπτυξή τους δηλαδή στα τελευταία χρόνια, ανεξάρτητα αν οι ποσότητες είναι μεγάλες ή μικρές».
Ποια προϊόντα σημείωσαν τη μεγαλύτερη βελτίωση εξαγωγών την τελευταία πενταετία
Με βάση τις ποσότητες, τα δέκα κορυφαία ελληνικά τρόφιμα σε όρους εξαγωγών (ποσότητες) την τελευταία πενταετία είναι το παρθένο ελαιόλαδο, τα φρέσκα ψάρια, τα παρασκευάσματα λαχανικών, οι ελιές, η φέτα και οι κομπόστες, ενώ ακολουθούν τα εσπεριδοειδή, τα σταφύλια, το γιαούρτι και τα βερίκοκα-κεράσια-ροδάκινα. Τη μεγαλύτερη βελτίωση εξαγωγών στα τελευταία πέντε χρόνια παρουσίασαν κατά σειρά οι νωπές ελιές (+110,19% ο μέσος όρος της πενταετίας έναντι του 2018), τα κατεψυγμένα παρασκευάσματα λαχανικών (+65,63%), το εξευγενισμένο ελαιόλαδο (+57,63%), τα φιλέτα ψαριών (+44,9%), το μέλι (+43,07%), ο κρόκος (+42,17%), τα είδη αρτοποιίας (+36,90%) όπως τα μπισκότα, οι σάλτσες και τα αρτύματα (+34,19%), το κρέας προβάτου (+28,85%) και τα παρασκευάσματα κρέατος και λουκάνικα (+26,62%).
Εάν δε, γίνει διαχωρισμός των προϊόντων σε νωπά και μεταποιημένα, στην πρώτη κατηγορία τα θεωρούμενα ως κρίσιμα είναι το παρθένο ελαιόλαδο, οι ελιές και τα ψάρια, αλλά εξ αυτών τα δύο πρώτα έχουν -σύμφωνα με τους μελετητές- καλύτερες προοπτικές, διότι οι εξαγωγές τους τείνουν αυξανόμενες. Το εξευγενισμένο ελαιόλαδο κυρίως και στη συνέχεια τα ακτινίδια, τα εσπεριδοειδή και τα φρούτα εξάγονται σε μικρότερες ποσότητες προς το παρόν, αλλά έχουν κι αυτά ελπιδοφόρα προοπτική, καθώς οι εξαγωγές τους αυξάνονται διαρκώς και με καλό ρυθμό.
Στην κατηγορία των μεταποιημένων, τα κλασικά εξαγόμενα προϊόντα είναι τα παρασκευάσματα λαχανικών, η φέτα και οι κομπόστες, «όλα σε καλή ανάπτυξη», σύμφωνα με τους μελετητές, οι οποίοι επισημαίνουν: «αυτό το προϊόν που ξεχωρίζει όμως και αναπτύσσει τις εξαγωγές του με πολύ μεγάλο ρυθμό είναι τα είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Και τα υπόλοιπα προϊόντα όμως, ακόμη και εκείνα που δεν κάνουν μεγάλες ποσότητες, σημειώνουν καλή ανάπτυξη. Μεταξύ αυτών, οι μαρμελάδες και τα γλυκά κουταλιού, το κρασί, τα υπόλοιπα τυριά και τα τουρσί. Αρνητική ανάπτυξη σημειώνουν οι διατηρημένες ντομάτες και μηδενική τα ζυμαρικά». Παράλληλα, ιδιαίτερη δυναμική εκτιμάται ότι παρουσιάζουν κάποια προϊόντα που στην παρούσα φάση εξάγονται σε μικρές ποσότητες, αλλά μπροστά τους διανοίγεται ευοίωνη προοπτική, όπως αυτά που προέρχονται από φιλέτα ψαριών, οι σάλτσες και τα αρτύματα, οι ζωμοί και οι σούπες και τα διάφορα παρασκευάσματα κρέατος και ψαριών.
Από την παραδοσιακή στόχευση του «Greek restaurant» στο άλμα προς τις νέες αγορές
Σε ποιες αγορές κατευθύνονται όμως, κατά κύριο λόγο, τα ελληνικά τρόφιμα; «Παραδοσιακά επιλέχτηκαν ως χώρες στόχευσης (για τις εξαγωγές ελληνικών τροφίμων) εκείνες στις οποίες υπήρχε ελληνική ομογένεια και κατά συνέπεια ελληνικά εστιατόρια. Αυτό ήταν καλό για αρχή και αποτυπώνεται στα μεγέθη των εξαγωγών, όπου ψηλά βρίσκονται η Γερμανία, οι ΗΠΑ και στη συνέχεια ο Καναδάς και η Αυστραλία. Δεν είναι όμως θετικό για τη συνέχεια, αν παραμείνει η κύρια στόχευση. Η Ελλάδα σήμερα έχει κάποια πλεονεκτήματα, τα οποία ενεργοποιούν το ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων σε διάφορες χώρες για τα προϊόντα της. Πολλές νέες χώρες είτε γιατί το προσπαθεί η ελληνική πλευρά είτε και από μόνες τους, μας ανακαλύπτουν και ζητούν τα προϊόντα μας» υπογραμμίζουν οι μελετητές.
Πρώτη κατηγορία χωρών είναι αυτές που εισάγουν παραδοσιακά τις μεγαλύτερες ποσότητες τροφίμων από την Ελλάδα. Όλες οι χώρες παρουσιάζουν σταθερή ανάπτυξη, με κρισιμότερες τη Γερμανία και την Ιταλία. «Πρέπει όμως να τονίσουμε την προοπτική που φαίνεται για τις χώρες Ισπανία, Γαλλία, Ρουμανία, Κύπρο και Ολλανδία» εκτιμούν οι μελετητές. Δεύτερη κατηγορία χωρών είναι αυτές που εισάγουν μικρότερες ποσότητες τροφίμων από την Ελλάδα, αλλά παρουσιάζουν στα πέντε τελευταία χρόνια εξαιρετική δυναμική.
Οι χώρες αυτές είναι η Πολωνία, η Τσεχία, η Αυστρία, η Δανία, η Αλβανία, το Βέλγιο και η Σουηδία. Θεωρούνται από τους μελετητές ως χώρες στις οποίες παρουσιάζονται ελπίδες και ευκαιρίες, και προς τις οποίες πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες. Συνολικά το «Top-12» των χωρών, οι οποίες εισάγουν τα ελληνικά προϊόντα και έχουν την καλύτερη προοπτική, ανεξαρτήτως ποσοτήτων, είναι οι εξής: Τσεχία, Γαλλία, Καναδάς, Ρουμανία, Πολωνία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ιταλία, Δανία, Αυστρία, Σουηδία και Ρωσία.
«Δυνατές» αγορές για συγκεκριμένα προϊόντα
Ως προς τις χώρες στις οποίες κατά κύριο λόγο εξάγονται ήδη ή έχουν καλές προοπτικές συγκεκριμένα ελληνικά τρόφιμα, οι μελετητές αναφέρουν ενδεικτικά τα εξής: για τα παρασκευάσματα των λαχανικών, πέραν των «κλασικών» αγορών -ήτοι Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ- διαπιστώνεται ανάπτυξη σε Γαλλία, Πολωνία και Αυστρία. Για το ελαιόλαδο, ψηλά ως προς την προοπτική «φιγουράρουν» το Βέλγιο, η Πολωνία και η Ρουμανία, για τα ελληνικά τυριά η Ιταλία, η Ισπανία, η Δανία, η Αυστρία και ο Καναδάς, για τις κομπόστες το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και το Ιράν, για το γιαούρτι η Γαλλία και το Βέλγιο κλασικά, αλλά πλέον και η Βουλγαρία και η Ρουμανία.
Για τα πολύ ελπιδοφόρα, όπως αναφέρθηκε, προϊόντα ζαχαροπλαστικής, οι μελετητές διαβλέπουν προοπτική σε όλες τις χώρες, με ιδιαίτερη ...υποσημείωση για τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, για το κρασί επίσης η Γαλλία και Ιταλία και για τις μαρμελάδες-γλυκά κουταλιού τη Ρωσία, την Πολωνία, τη Γαλλία και όλες τις χώρες σε ανάπτυξη εξαγωγών.
Την ανάπτυξη στις εξαγωγές φιλέτων ψαριών, μια πολύ κρίσιμη κατηγορία, κατευθύνουν η Ισπανία με την Ιταλία και ανεβαίνουν η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Βουλγαρία, το ελληνικό μέλι αγοράζουν κλασικά η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά «ανεβαίνουν πολύ οι καλές αγορές των ΗΠΑ, Βέλγιο, Ολλανδία και Ν. Κορέα», ενώ οι σάλτσες σημειώνουν αύξηση σε Τσεχία, Φινλανδία, Ρωσία και Ρουμανία.