Ανησυχεί για την πορεία των πληθωριστικών πιέσεων και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ αλλά όχι τόσο ώστε να υπάρξει αλλαγή στη νομισματική πολιτική της τράπεζας και αύξηση επιτοκίων.
Σε ομιλία της στην Οικονομική και Νομισματική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η κα Λαγκάρντ παραδέχθηκε ότι υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες για την πορεία του πληθωρισμού, κυρίως εξαιτίας της πορείας των ενεργειακών τιμών, όμως συνέχισε να τονίζει ότι θα υπάρξει αποκλιμάκωσή του εντός του 2022.
«Η οικονομία της ευρωζώνης ακολούθησε πολύ καλή πορεία στο γ’ τρίμηνο και επέστρεψε στα επίπεδα προ – πανδημίας χάρη και στα γενναία προγράμματα στήριξης από τις κυβερνήσεις. Όμως ο αναπτυξιακό momentum μπορεί να περιοριστεί λόγω των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα και της αύξησης των ενεργειακών τιμών», υπογράμμισε η επικεφαλής της ΕΚΤ.
Φρόντισε, όμως, να επαναλάβει ότι βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που έχει δώσει η ΕΚΤ, αναφορικά με τα ποια στοιχεία μπορούν να συμβάλουν σε μία αύξηση επιτοκίων, δεν υπάρχει προς το παρόν μία ανάγκη αύξησης επιτοκίων και μάλιστα δεν «βλέπει» να εμφανίζεται μία τέτοια ανάγκη ούτε το 2022. «Εάν οι τιμές ενέργειας συνεχίζουν να αυξάνονται, ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για διάστημα μεγαλύτερο του αναμενόμενου. Όμως θεωρούμε ότι σε μεσοπρόθεσμο διάστημα θα διατηρηθεί χαμηλότερα του συμμετρικού ορίου του 2% που έχουμε θέσει», σημείωσε.
Επανέλαβε ότι οι αποφάσεις για το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ΡΕΡΡ θα ληφθούν στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο, προσθέτοντας ότι «ακόμη και μετά από την έξοδο από το έκτακτο πρόγραμμα, θα συνεχίσει να είναι σημαντικό η νομισματική πολιτική – συμπεριλαμβανομένων και των αγορών περιουσιακών στοιχείων – να παραμένει υποστηρικτική προς την ανάπτυξη της οικονομίας της ευρωζώνης και να είναι τέτοια ώστε να βοηθήσει στην επιστροφή του πληθωρισμού κοντά στον στόχο που έχουμε θέσει».
Πρόσθεσε ακόμη ότι η αύξηση των μισθών στο επόμενο έτος θα είναι κάπως μεγαλύτερη από ότι αυτό το έτος, αλλά ο κίνδυνος των δευτερογενών επιπτώσεων παραμένει περιορισμένος.