Μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 10 με 15 δισ. ευρώ που σήμερα βρίσκονται στον έλεγχο των servicers μπορούν να «θεραπευτούν» γρήγορα και να επιστρέψουν ως εξυπηρετούμενα στις τράπεζες, με τους δανειολήπτες, κυρίως νοικοκυριά αλλά και μικρές επιχειρήσεις, να επανέρχονται σε καθεστώς κανονικότητας και να ανακτούν την πρόσβασή τους στο τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις επιτελικών τραπεζικών στελεχών, από τα «κόκκινα» δάνεια ύψους 60 δισ. ευρώ που έχουν τιτλοποιηθεί από τράπεζες και πωληθεί (είτε θα πωληθούν το επόμενο διάστημα) σε εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, τους servicers, περίπου 10 – 15 δισ. ευρώ μπορούν να καταστούν βιώσιμα και ενήμερα, μέσω ουσιαστικής αναδιάρθρωσης, ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή τους στις τράπεζες. Έτσι, περίπου 200.000 δανειολήπτες που τώρα βρίσκονται στο «κόκκινο» και δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα θα ανακτήσουν την πρόσβαση.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες βρίσκονται με μεγάλη πλεονάζουσα ρευστότητα και επιδιώκουν ενεργά την αύξηση των χορηγήσεων δανείων, ωστόσο, λόγω της παρατεταμένης κρίσης ένα μεγάλο μέρος των δανειοληπτών κρίνεται μη αξιόχρεο.
Από τα 60 δισ. τιλοποιήσεων «κόκκινων» δανείων, τα 15 δισ. ευρώ είναι ήδη σε καθεστώς κάποιας ρύθμισης και θεωρούνται ενήμερα, ωστόσο δεν μπορούν να επιστρέψουν στην κανονικότητα, καθώς πρόκειται για ρυθμίσεις που με τραπεζικά κριτήρια κριτήρια κρίνονται ως μη βιώσιμες. Αποτέλεσμα, χιλιάδες δανειολήπτες, ιδιώτες και μικρές επιχειρήσεις να είναι όμηροι μιας ιδιάζουσας κατάστασης, αφού δεν μπορούν να επανέλθουν στην κανονικότητα, λόγω υπερχρέωσης και μη αποτελεσματικών ρυθμίσεων.
Για παράδειγμα, στεγαστικό δάνειο ύψους 80.000 ευρώ με τρέχουσα εμπορική αξία κατοικίας 64.000 ευρώ και υπολειπόμενης διάρκειας 15 ετών, με επιτόκιο 2,5%, εξυπηρετείται με κανονική δόση 470 ευρώ και η οποία μετά τη ρύθμιση, όπως έχει καθοριστεί και μέσα από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, διαμορφώνεται σε 235 ευρώ. Το δάνειο αυτό, αν και εξυπηρετούμενο, δεν θεωρείται βιώσιμο για τις τράπεζες και είναι αδύνατη η επιστροφή του σε τράπεζα ως εξυπηρετούμενο, καθώς ο κρίσιμος δείκτης loan to value (αξία δανείου προς αξία ακινήτου) διαμορφώνεται στο 125% που βρίσκεται εκτός πιστοδοτικών κριτηρίων.
Οι servicers προτείνουν την ουσιαστική αναδιάρθρωση του δανείου, ώστε να καταστεί πραγματικά βιώσιμο: το «κούρεμα» του ύψους του στεγαστικού δανείου κατά περίπου 30%, με παράλληλη επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου στα 20 χρόνια. Έτσι το υπόλοιπο του δανείου θα περιοριστεί στα 54.200 ευρώ, ενώ η νέα μηνιαία δόση θα διαμορφωθεί σε 252 ευρώ. Το loan to value θα διαμορφωθεί στο 85% που είναι εντός των πιστοδοτικών κριτηρίων των τραπεζών ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή του δανείου στην κανονικότητα και στο τραπεζικό σύστημα.
Με τον τρόπο αυτό πολλές χιλιάδες νοικοκυριά, που σήμερα βρίσκονται σε ευάλωτη οικονομική κατάσταση, αλλά και ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρές επιχειρήσεις που σήμερα βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος θα επανέλθουν στην κανονικότητα και θα ενταχθούν πλήρως στον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Τα οφέλη της επανένταξης
Όπως εκτιμούν στελέχη τραπεζών η επιστροφή θεραπευμένων δανείων, ύψους 15 δισ. ευρώ, στο τραπεζικό σύστημα θα είχε πολλαπλή θετική επίδραση με πρώτη τον αποστιγματισμό περίπου 200.000 δανειοληπτών, που τώρα βρίσκονται και εκτός τραπεζικού συστήματος και είναι εγκλωβισμένοι σε μια ακινησία εξαιτίας του «κόκκινου» δανείου που έχουν με ενέχυρο την πρώτη κατοικία. Το ελληνικό Δημόσιο θα απεγκλωβιστεί από μια δύσκολη πολιτικά υπόθεση ενώ παράλληλα μειώνεται ο κίνδυνος για την κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων που έχουν δοθεί στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής». Σημαντικά είναι και τα οφέλη για τις τράπεζες που θα ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους με νέα υγιή δάνεια, ενισχύοντας τα έσοδα από τόκους.
Το μεγάλο εμπόδιο
Για την ταχεία επιστροφή των θεραπευμένων δανείων στις τράπεζες ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο εμπόδιο: οι εποπτικοί κανόνες της ΕΚΤ. Δάνεια που «θεραπεύονται» και επιστρέφουν στην τραπεζική κανονικότητα, παρά το γεγονός ότι είναι ενήμερα, εποπτικά αντιμετωπίζονται ως ειδικές περιπτώσεις, καθώς χαρακτηρίζονται ως performing forborne (ρυθμισμένα ενήμερα), και για διάστημα περίπου δύο ετών, υποχρεώνονται οι τράπεζες να εγγράφουν αυξημένες προβλέψεις κάτι που τα καθιστά εξαιρετικά προβληματικά για τις τράπεζες. Έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες για την εκκαθάριση των ισολογισμών τους, δεν είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν στην επαναγορά των εν λόγω δανείων που θα οδηγήσουν σε αυξημένες προβλέψεις.
Οι αυξημένες προβλέψεις λειτουργούν ως αντικίνητρο για τις τράπεζες, με τελικό αποτέλεσμα η μεγάλη αλυσίδα των ωφελειών που περιγράφηκε παραπάνω να χάνεται. Έχει εξεταστεί σειρά εναλλακτικών λύσεων για την υπέρβαση του εποπτικού εμποδίου, όπως η υλοποίηση ενός εξειδικευμένου προγράμματος μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας, το οποίο, ωστόσο, εμφανίζει σημαντικές τεχνικές δυσκολίες.