Χάσμα μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών – servicers – επενδυτών προκαλεί η κυβερνητική πρωτοβουλία για την παράταση της οριζόντιας αναστολής των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, μέχρι τα μέσα Μαρτίου, κίνηση με την οποία πρακτικά «παγώνει» κάθε διαδικασία πλειστηριασμού για το 2021.
Το θέμα των πλειστηριασμών θα βρεθεί στο επίκεντρο της σημερινής προγραμματισμένης συνάντησης του οικονομικού επιτελείου με εκπροσώπους τραπεζών και servicers. Την περασμένη Δευτέρα, διαρροή από κυβερνητικές πηγές έκανε λόγο για συμφωνία με τους θεσμούς για την παράταση της αναστολής μέτρων κάθε αναγκαστικής εκτέλεσης, μέχρι τις 15 Μαρτίου, ενώ για τους πληττόμενους η απαγόρευση θα επεκταθεί μέχρι τον Ιούνιο.
Σύμφωνα με πληροφορίες στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα, και των εκπροσώπων των θεσμών ο υπουργός ζήτησε την παράταση του σημερινού καθεστώτος μέχρι τις 15 Μαρτίου επικαλούμενος την ειδική θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα λόγω της 10ετούς κρίσης που προηγήθηκε του κορονοϊου. Παρά τις σχετικές πληροφορίες περί συμφωνίας, πάντως, οι θεσμοί δεν φαίνεται να συναινούν στην πρόταση του ΥΠΟΙΚ.
Στελέχη τραπεζών υπογραμμίζουν στο Business Daily ότι το 2020 δεν δημιουργήθηκαν νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, λόγω της επιβολής αναστολών στις αποπληρωμές δανείων άνω των 20 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα έχουν θεσπιστεί πολλά μέτρα προστασίας για τους αδύναμους δανειολήπτες. Έτσι, η οριζόντια αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης προσφέρει προστασία σε στρατηγικούς κακοπληρωτές και επιχειρηματίες που συστηματικά, εδώ και πολλά χρόνια, προσπαθούν να διατηρήσουν τον έλεγχο υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.
Σημειώνεται ότι για την μη λειτουργία των δικαστηρίων, κατάσταση που δεν υπάρχει σε άλλη χώρα της ΕΕ, μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει η ηγεσία των δικαστών, που πιέζει για τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος λόγω της πανδημίας.
Στην ανάγκη άμεσης λειτουργίας των δικαστηρίων και της επανεκκίνησης των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, και τους μεγάλους κινδύνους που δημιουργεί η διαιώνιση της σημερινής κατάστασης, συμφωνούν το σύνολο των τραπεζών, των εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων, η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και παράγοντες της κυβέρνησης, ειδικά όσοι έχουν εμπλακεί στο σχέδιο «Ηρακλής».
Στελέχη τραπεζών σημειώνουν ότι πρόκειται για μια στάση που προκαλεί ερωτηματικά δεδομένου ότι όλοι όσοι έχουν πληγεί από τον κορονοϊό απολαμβάνουν πλήρους προστασίας. «Δεδομένου ότι το 2020 δάνεια αξίας άνω των 20 δισ. ευρώ, τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, πρακτικά δεν έχει δημιουργηθεί ούτε ένα νέο κόκκινο δάνειο εξαιτίας της πανδημίας για το οποίο οι τράπεζες θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης», υπογραμμίζουν.
Σε ό,τι αφορά τα ευάλωτα νοικοκυριά, τονίζουν ότι περίπου 40.000 με 50.000 δανειολήπτες στεγαστικών δανείων έχουν ενταχθεί στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη, επιπλέον 110.000 έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα «Γέφυρα», ενώ ακολουθεί το «Γέφυρα ΙΙ», το οποίο θα προσφέρει προστασία σε επιπλέον 100.000 ελεύθερους επαγγελματίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Μεγάλη είναι η αναστάτωση στις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, καθώς, αφού χάθηκε το 2020, ορατό είναι να χαθεί και το 2021 αδυνατώντας όχι μόνο να επιτύχουν τις ανακτήσεις που έχουν ως στόχο, αλλά ούτε να καλύψουν τα λειτουργικά τους κόστη.
Σημειώνεται ότι αν γίνει δεκτή η πρόταση του ΥΠΟΙΚ για επανεκκίνηση των διαδικασιών εκτέλεσης μετά τις 15 Μαρτίου, πρακτικά δεν θα γίνουν πλειστηριασμοί το 2021, καθώς από την εκκίνηση των διαδικασιών για την εφαρμογή μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την υλοποίηση ενός πλειστηριασμού απαιτείται διάστημα τουλάχιστον 7 – 8 μηνών.
Οι πολύ χαμηλές ανακτήσεις και η διακοπή λειτουργίας των δικαστηρίων, εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν αρνητικά τις συναλλαγές πωλήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ δημιουργούν κίνδυνο για την κατάπτωση των κρατικών εγγυήσεων που έχουν δοθεί στο πλαίσιο του σχεδίου «Ηρακλής».
Η κυβέρνηση, σημειώνουν τραπεζικές πηγές, φαίνεται ότι δεν έχει αντιληφθεί τους κινδύνους από την υπολειτουργία των servicers, τις επιπτώσεις από την ζημιά που υφίστανται οι επενδυτές που απέκτησαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το φάσμα της ενεργοποίησης των κρατικών εγγυήσεων.