Τέσσερις αβεβαιότητες στο δημοσιονομικό πεδίο εντοπίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή παρουσιάζοντας τη γνώμη του για το προσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση.
Ανάμεσα στους προβληματισμούς βρίσκεται η εξέλιξη της πανδημίας και η συνεχιζόμενη πίεση στο σύστημα Υγείας, καθώς οι επιδόσεις της χώρας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ικανοποιητικές σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ. Αβεβαιότητα προκαλεί επίσης και η ταχύτητα επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Παράλληλα, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, η πρόβλεψη για ανάκαμψη των φορολογικών εσόδων αποτελεί σημείο προβληματισμού, ενώ ενδεχόμενη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων στην Ελλάδα θα μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και θα ασκήσει πιέσεις για αντισταθμιστικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Όπως αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, το προσχέδιο του προϋπολογισμού κατατίθεται σε συνθήκες υποχώρησης της πανδημίας και ταχύτερης από το αναμενόμενο επαναφοράς της οικονομικής δραστηριότητας. Το μακροοικονομικό σενάριο προβλέπει μεγέθυνση 6,1% για το τρέχον έτος και 4,5% για το 2022. Σε σχέση με τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, το 2021 έχει αναθεωρηθεί προς τα πάνω (από 3,6%) ενώ το 2022 προς τα κάτω (από 6,2%).
Αναφέρει ότι θεωρείται εύλογη η αναθεώρηση του 2021 και επισημαίνει ότι η μεγέθυνση του 2022 θα εξαρτηθεί από δύο παράλληλες διαδικασίες που κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Από τη μια πλευρά, η άρση των έκτακτων παρεμβάσεων και η σταδιακή εξάντληση των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων θα επιδράσουν αρνητικά, και από την άλλη πλευρά η περαιτέρω εξομάλυνση των υγειονομικών
συνθηκών και η ενεργοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) θα επιδράσουν θετικά.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, τα δημοσιονομικά στοιχεία του προσχεδίου, διαπιστώνουν μια δυσμενή εικόνα για το τρέχον έτος, σχετικά αμετάβλητη ως προς εκείνη του 2020, και προβλέπουν μια σημαντική βελτίωση για το επόμενο έτος. Το πρωτογενές έλλειμμα του 2021 εκτιμάται σε 13 δισ. ευρώ (7,3% ΑΕΠ) σε όρους ESA και 13,5 δισ. (7,7% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας, δηλαδή οριακά δυσμενέστερο από εκείνο του 2020 και από τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου.
Για το 2022 προβλέπεται περιορισμός του πρωτογενούς ελλείμματος στα 2 δισ. (1,1% ΑΕΠ) σε όρους ESA και στα 1,6 δισ. (0,9% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Αυτό ισοδυναμεί με βελτίωση κατά 11 περίπου δις (6,3% ΑΕΠ) σε όρους ESA και κατά 12 περίπου δισ. (6,8% ΑΕΠ) σε όρους ενισχυμένης εποπτείας. Η άρση των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων που ήταν σε ισχύ κατά το τρέχον και το προηγούμενο έτος αποτελεί τη βασική αιτία αυτής της βελτίωσης.
Ειδικότερα, το μεγαλύτερο μέρος της προβλεπόμενης δημοσιονομικής βελτίωσης εντοπίζεται σε συγκεκριμένες συνιστώσες: Από την πλευρά των εσόδων προβλέπεται αύξηση των καθαρών φορολογικών εισπράξεων κατά 3,8 δισ., ενώ από την πλευρά των δαπανών μείωση των μεταβιβάσεων του κρατικού προϋπολογισμού (εκτός γενικής κυβέρνησης) κατά 5,2 δισ., των αγορών αγαθών, υπηρεσιών και πάγιων περιουσιακών στοιχείων κατά 1,5 δισ. και της κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών από τον κρατικό προϋπολογισμό κατά 1,1 δισ.. Παράλληλα, προβλέπεται αύξηση των πιστώσεων υπό κατανομή κατά 3,2 δισ., το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αφορά τη χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Συμπερασματικά, το Προσχέδιο Προϋπολογισμού 2022 κατατίθεται σε σαφώς ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες σε σχέση με πέρυσι, ωστόσο οι αβεβαιότητες δεν έχουν εξαλειφθεί. Αυτές αφορούν καταρχήν την εξέλιξη της πανδημίας και τη συνεχιζόμενη πίεση στο σύστημα υγείας. Οι επιδόσεις της χώρας μας σε όρους εμβολιασμών, κρουσμάτων και θανάτων – σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση – δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ικανοποιητικές.
Επιπλέον, αβεβαιότητες δημιουργεί η ταχύτητα επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας, τόσο από την πλευρά της ζήτησης που έχει επανέλθει σε μεγάλο βαθμό, όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Η τελευταία ενδέχεται να επανέλθει βραδύτερα, όπως άλλωστε συμβαίνει παγκοσμίως με τις παρατηρούμενες αυξήσεις του κόστους ενέργειας, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να παρακολουθούνται ενδεχόμενες μόνιμες απώλειες (scarring) εξαιτίας της απαξίωσης κεφαλαιακού αποθέματος και εργασιακών δεξιοτήτων. Μια ακόμα αβεβαιότητα συνδέεται με την πρόβλεψη για ανάκαμψη των φορολογικών εσόδων. Όπως είχαμε επισημάνει και στη γνώμη μας για τον περσινό Προϋπολογισμό, η αύξηση των εσόδων προϋποθέτει τη δυνατότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών να αντεπεξέλθουν όχι μόνο στις
τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις αλλά και σε εκείνες που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών.
Τέλος, ενδεχόμενη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων στην Ελλάδα θα μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και θα ασκήσει πιέσεις για αντισταθμιστικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Σε επίπεδο Ευρωζώνης, ο παρατεταμένος πληθωρισμός μπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη απόσυρση των υφιστάμενων μέτρων επεκτατικής νομισματικής πολιτικής και άρα σε άνοδο του κόστους δανεισμού που θα επηρεάσει αρνητικά τον ρυθμό μεγέθυνσης.