Αισιόδοξη αλλά όχι ενθουσιασμένη για την οικονομία της ευρωζώνης είναι η ΕΚΤ, όπως δείχνει και η αναβάθμιση των εκτιμήσεων για την πορεία της ανάπτυξης για το τρέχον έτος, με την Κριστίν Λαγκάρντ, όμως, να τονίζει ότι ο κίνδυνος της μετάλλαξης «Δέλτα» εξακολουθεί να είναι παρόν. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη συνεδρίαση της ΕΚΤ η κα Λαγκάρντ δημοσιοποίησε και τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων της τράπεζας για την πορεία ανάπτυξης και πληθωρισμού στο διάστημα 2021 – 2023.
Η ΕΚΤ αναβαθμίζει την εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης φέτος στο 5% (από 4,6% πριν), με μία μικρή υποβάθμιση για το 2022 στο 4,6% (από 4,7%) και στο 2,1% για το 2023, εκτίμηση η οποία είναι αμετάβλητη. Αναφορικά με τον πληθωρισμό αναμένεται ότι φέτος θα διαμορφωθεί στο 2,2% (από 1,9% πριν), στο 1,7% το 2022 (από 1,5% πριν) και στο 1,5% το 2023 (από 1,4% πριν).
Όμως το μήνυμα κας Λαγκάρντ αναφορικά με τον πληθωρισμό ήταν ξεκάθαρο, τονίζοντας ότι αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο οφειλόμενο σε αιτίες που θα πάψουν να ισχύουν εντός του επόμενου έτους, γεγονός που δίνει στην τράπεζα την ευχέρεια να διατηρήσει, για όσο χρειαστεί , τη χαλαρή επιτοκιακή πολιτική.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά η επικεφαλής της ΕΚΤ «η φάση ανάκαμψης στην ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ προχωρά όλο και περισσότερο. Η παραγωγή αναμένεται να ξεπεράσει το επίπεδο πριν από την πανδημία μέχρι το τέλος του έτους. Με περισσότερο από το 70 % των Ευρωπαίων ενηλίκων να είναι πλήρως εμβολιασμένοι, η οικονομία έχει ανοίξει σε μεγάλο βαθμό, επιτρέποντας στους καταναλωτές να δαπανήσουν περισσότερα και στις εταιρείες να αυξήσουν την παραγωγή. Ενώ η αύξηση της «αντίστασης» στον κορονοϊό σημαίνει ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας είναι τώρα λιγότερο σοβαρός, η παγκόσμια εξάπλωση της παραλλαγής «Δέλτα» θα μπορούσε ακόμη να καθυστερήσει την πλήρη επαναλειτουργία της οικονομίας».
Έστειλε μήνυμα, δε, προς τις κυβερνήσεις να συνεχίσουν την πολιτική στήριξης της οικονομίας, τονίζοντας ότι η ορθή και στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική αποτελεί συμπλήρωμα στη νομισματική πολιτική.
Επικεντρώνοντας στο θέμα των ημερών, δηλαδή στην άνοδο του πληθωρισμού στην ευρωζώνη στο 3% τον Αύγουστο, δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο 10 ετών, η κα Λαγκάρντ ήταν κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη ότι αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο. Όπως εκτίμησε η άνοδος οφείλεται σε τέσσερις παράγοντες:
- Την ισχυρή αύξηση των τιμών του πετρελαίου από τα μέσα του περασμένου έτους,
- Την αντιστροφή της προσωρινής μείωσης του ΦΠΑ στη Γερμανία,
- Την χαμηλή πορεία των λιανικών πωλήσεων τον Αύγουστου του 2020 και
- Τις πιέσεις κόστους που απορρέουν από την προσωρινή έλλειψη πρώτων υλών και εξοπλισμού.
Οι παραπάνω επιβαρυντικοί παράγοντες θα πάψουν να ισχύουν το 2022 σύμφωνα με την κα Λαγκάρν με τον πληθωρισμό σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να διαμορφώνεται κοντά στο όριο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ.
«Συνοψίζοντας, η οικονομία της ευρωζώνης ανακάμπτει σαφώς. Ωστόσο, η ταχύτητα της ανάρρωσης εξακολουθεί να εξαρτάται από την πορεία της πανδημίας και την πρόοδο των εμβολιασμών. Η τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού αναμένεται να είναι σε μεγάλο βαθμό προσωρινή και οι υποκείμενες πιέσεις στις τιμές θα αυξηθούν μόνο σταδιακά. Η μικρή βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών πληθωρισμού και το τρέχον επίπεδο χρηματοδοτικών συνθηκών επιτρέπουν τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης με έναν μέτρια χαμηλότερο ρυθμό των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του PEPP. Τα μέτρα πολιτικής μας, συμπεριλαμβανομένης της αναθεωρημένης μελλοντικής καθοδήγησής μας για τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ, είναι βασικά για να βοηθήσουμε την οικονομία να στραφεί σε μια διαρκή ανάκαμψη και, τελικά, να φέρει τον πληθωρισμό στο στόχο του 2%», κατέληξε η πρόεδρος της ΕΚΤ.