Σε ράλι με ταχύτητες που δεν... λένε να πέσουν βρίσκονται τα ελληνικά ομόλογα, ακολουθώντας παράλληλη πορεία με τα ιταλικά, χωρίς αυτό, εκ πρώτης όψεως, να δικαιολογείται από τα μακροοικονομικά δεδομένα, καθώς το τέταρτο κύμα της πανδημίας δημιουργεί νέους κινδύνους όχι μόνο για την ανάπτυξη, αλλά και για τα δημόσια οικονομικά, που έχουν επιβαρυνθεί με κόστος 41 δισ. ευρώ από τα προγράμματα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Πίσω από το ράλι, που προκαλεί ανακούφιση στο οικονομικό επιτελείο, βρίσκεται ένας και μοναδικός παράγοντας: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τα στοιχεία για την απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου, όπως και του αντίστοιχου ιταλικού, δείχνουν ότι η αγορά όχι μόνο δεν ανησυχεί για τον κίνδυνο επιβράδυνσης της ανάπτυξης και διόγκωσης των ελλειμμάτων από μια δυσμενή εξέλιξη της πανδημίας, αλλά «ποντάρει» στους ελληνικούς τίτλους με... κλειστά μάτια. Ενώ τον Μάιο, όταν υπήρχε ο φόβος ότι στη συνεδρίαση του Ιουνίου η ΕΚΤ ίσως αποφάσιζε μείωση του ρυθμού αγοράς ομολόγων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία (PEPP), η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είχε «ξεφύγει» κοντά στο 1,10%, χθες είχε υποχωρήσει στο επίπεδο του 0,70%, πολύ κοντά στο ιστορικό χαμηλό.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου
Την ίδια πορεία έχει ακολουθήσει και η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ομολόγου, παρά το γεγονός ότι και η Ιταλία «ταλαιπωρείται» σοβαρά από το νέο κύμα της πανδημίας, ενώ η διόγκωση του χρέους προβληματίζει έντονα τους αναλυτές. Όπως φαίνεται στο γράφημα, μετά την άνοδο τον Μάιο ακόμη και πάνω από το 1,10%, τώρα η απόδοση έχει υποχωρήσει στο 0,714%, οριακά υψηλότερα από την απόδοση του ελληνικού 10ετούς.
Η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ομολόγου
Τα... μαγικά λόγια της Κρ. Λαγκάρντ
Αναλυτές επισημαίνουν στο Business Daily ότι η αγορά ομολόγων δεν αποφάσισε ξαφνικά να δώσει κάποια «ψήφο εμπιστοσύνης» στις κυβερνήσεις της Αθήνας και της Ρώμης, όσο και αν θεωρούνται αποδεκτοί και αξιόπιστοι ηγέτες ο Κ. Μητσοτάκης και ο Μ. Ντράγκι. Η συμπεριφορά των επενδυτών, τονίζουν, πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των τελευταίων δημόσιων τοποθετήσεων της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μετά την παρουσίαση της στρατηγικής αναθεώρησης της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας, όπου άλλαξε ο στόχος για τον πληθωρισμό (στο 2% με ανοχή απόκλισης προς τα πάνω) και δηλώθηκε με έμφαση ότι η ΕΚΤ θα λαμβάνει «ισχυρά και επίμονα» μέτρα για να αντιμετωπίζει τον χαμηλό πληθωρισμό.
Περισσότερο, όμως, από αυτή τη γενική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, που φέρνει την ΕΚΤ σε ακόμη μεγαλύτερη απόσταση από την αυστηρή, αντιπληθωριστική πολιτική της γερμανικής Bundesbank και δημιουργεί νέα περιθώρια για άσκηση χαλαρής πολιτικής, αυτό που έκανε τη διαφορά για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η αγορά τα ομόλογα των δύο πιο ευάλωτων οικονομιών του Νότου ήταν οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ τις τελευταίες ημέρες, με τις οποίες έστειλε ισχυρά «σήματα» στήριξης των ομολόγων των δύο χωρών, τόσο για τους επόμενους μήνες, όσο και μετά τον Μάρτιο του 2022, όταν θα λήξει το PEPP.
Τα αποτελέσματα του PEPP ήταν... θαυματουργά για την Ελλάδα και την Ιταλία. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ενώ στην αρχή της πανδημίας η απόδοση του 10ετούς ομολόγου είχε ξεφύγει πάνω από το 4% και η χώρα κινδύνευε με αποκλεισμό από την αγορά, που θα θύμιζε τα θλιβερά γεγονότα του 2010, οι συνεχείς αγορές τίτλων από την ΕΚΤ επέτρεψαν όχι μόνο να διατηρηθεί η πρόσβαση στον δανεισμό, αλλά να πέσει, στις αρχές του έτους, το κόστος δανεισμού της χώρας σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Αντίστοιχα, για την Ιταλία εξαλείφθηκαν όλες οι ανησυχίες για μετεξέλιξη της οικονομικής κρίσης της πανδημίας σε μια κρίση χρέους.
Όμως, οι δύο οικονομίες αντιμετώπιζαν και σοβαρούς κινδύνους:
1. Ο πρώτος ήταν να ασκήσουν πίεση τα «γεράκια» της ΕΚΤ και να πετύχουν τον περιορισμό των αγορών ομολόγων, κάτι που συνέβη στις αρχές του χρόνου και προκάλεσε αμέσως άνοδο των αποδόσεων, οι οποίες αποκλιμακώθηκαν αμέσως μόλις η ΕΚΤ επανήλθε στους αρχικούς ρυθμούς αγοράς τίτλων.
2. Ο δεύτερος, ήταν να λήξει το PEPP τον Μάρτιο του 2022 και να λάβει η ΕΚΤ την απόφαση, για την οποία πιέζουν τα «γεράκια», δηλαδή να μην εφαρμοσθεί στη συνέχεια ένα ακόμη έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, αλλά να υπάρξει μια επιστροφή στο τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, από το οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να εξαιρεθεί λόγω χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης, ενώ η Ιταλία θα είχε το πρόβλημα ότι το τακτικό πρόγραμμα επιβάλλει μεγαλύτερους περιορισμούς στις αγορές τίτλων που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ από κάθε χώρα.
Οι κίνδυνοι αυτοί, όπως πιστεύει πλέον η αγορά ομολόγων, έχουν απομακρυνθεί, αφού η Κριστίν Λαγκάρντ, με... εποικοδομητική ασάφεια, κατέστησε αρκετά σαφές στους επενδυτές ότι, αφενός, η ΕΚΤ δεν πρόκειται να βιασθεί να εξετάσει μείωση του ρυθμού αγοράς τίτλων και, αφετέρου, ότι τον Μάρτιο του 2022, όταν έλθει η ώρα να τερματισθεί το PEPP, το πρόγραμμα θα αντικασταθεί από νέο, έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων και δεν θα υπάρξει επαναφορά του τακτικού προγράμματος, που θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στην Ιταλία και ακόμη πιο μεγάλες δυσκολίες στην Ελλάδα, καθώς η χώρα θα ήταν υποχρεωμένη να συνεχίσει να δανείζεται από την αγορά χωρίς την πολύτιμη υποστήριξη της ΕΚΤ.
Όπως δήλωσε η κα Λαγκάρντ στο Bloomberg, την Κυριακή, το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, θα εφαρμοσθεί «τουλάχιστον» ως τον Μάρτιο του 2022, ενώ στη συνέχεια θα υπάρξει «μετάβαση σε ένα νέο πρόγραμμα». Η πρόεδρος της ΕΚΤ δεν εξήγησε περισσότερα για αυτό το νέο πρόγραμμα, αλλά για την αγορά ομολόγων είναι αρκετά καθησυχαστικό και μόνο το γεγονός ότι μίλησε για νέο πρόγραμμα και όχι για επιστροφή στο τακτικό. Επιπλέον, τόνισε ότι δεν υπάρχει λόγος να συζητηθεί περιορισμός των μέτρων έκτακτης στήριξης, καθώς η μετάλλαξη Δέλτα αποτελεί απειλή στην επιστροφή στην κανονικότητα.
Σε χθεσινή συνέντευξη στους Financial Times, η Κρ.Λαγκάρντ αναγνώρισε ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξουν αντιπαραθέσεις στο συμβούλιο της κεντρικής τράπεζας, ιδιαίτερα σχετικά με το χρόνο απόσυρσης των έκτακτων μέτρων για την πανδημία. Τόνισε, όμως, ότι η ιδιαίτερα ισχυρή αντίδραση της ΕΚΤ με μέτρα πολιτικής δικαιολογείται από το μέγεθος του αρνητικού σοκ που έχει υποστεί η οικονομία από την πανδημία και υπόγραμμισε ότι αυτά τα μέτρα έχουν ληφθεί επειδή σε τέτοιες συνθήκες η κεντρική τράπεζα δεν θέλει να παγιδευθεί.
Αυτές οι δηλώσεις εκλήφθηκαν από την αγορά ως μια σαφής εκδήλωση προθέσεων από την ΕΚΤ να κρατήσει την Ελλάδα και την Ιταλία σε καθεστώς ισχυρής στήριξης και το 2022. Μάλιστα, όπως σημειώνουν αναλυτές, οι δηλώσεις της Κρ. Λαγκάρντ προσλαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα εκ του γεγονότος ότι δεν υπήρξαν δημόσιες παρεμβάσεις από κεντρικούς τραπεζίτες της συντηρητικής σχολής, όπως ο Γερμανός Γιενς Βάιντμαν, οι οποίες θα δημιουργούσαν «σκιές» και αμφισβητήσεις. Με αυτά τα δεδομένα, για τα ομόλογα Ελλάδας και Ιταλίας οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές φαίνονται εξαιρετικές.