Σε μία ιστορική απόφαση αλλαγής της νομισματικής της πολιτικής προχώρησε σήμερα το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αλλάζοντας το στόχο για τον πληθωρισμό, με τρόπο που διευκολύνει τη διατήρηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής στο μέλλον.
Τα βασικά σημεία αυτών των αλλαγών είναι τα ακόλουθα:
- Η νέα στρατηγική υιοθετεί συμμετρικό στόχο για ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα.
- Το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαιώνει ότι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτών (ΕνΔΤΚ) παραμένει ο ενδεδειγμένος δείκτης μέτρησης των τιμών και συνιστά τη συμπερίληψη της ιδιοκατοίκησης με την πάροδο του χρόνου.
- Η νέα στρατηγική νομισματικής πολιτικής είναι αποτέλεσμα της διεξοδικής επανεξέτασης που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2020.
- Το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την κλιματική αλλαγή.
Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση το διοικητικό συμβούλιο θεωρεί ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα με την επιδίωξη στόχου για ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα. Αυτός ο στόχος είναι συμμετρικός, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρνητικές και οι θετικές αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο είναι εξίσου ανεπιθύμητες. Όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα σθεναρή ή επίμονη δράση από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αποτραπεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από τον στόχο για τον πληθωρισμό. Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από τον στόχο.
Το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαίωσε ακόμη ότι η δέσμη των επιτοκίων της ΕΚΤ εξακολουθεί να αποτελεί το πρωταρχικό μέσο άσκησης νομισματικής πολιτικής. Τα άλλα μέσα, όπως η παροχή ενδείξεων σχετικά με τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής, οι αγορές στοιχείων ενεργητικού και οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, που την τελευταία δεκαετία βοήθησαν στη μείωση των περιορισμών που δημιουργεί το κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, θα εξακολουθήσουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εργαλειοθήκης της ΕΚΤ και θα εφαρμόζονται κατά περίπτωση.
«Με χαρά σας ανακοινώνω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε χθες τη νέα στρατηγική νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Ενώ θεωρούμε δεδομένη την πρωταρχική αποστολή της ΕΚΤ να διατηρεί τη σταθερότητα των τιμών, η επανεξέταση μάς έδωσε τη δυνατότητα να αμφισβητήσουμε τον τρόπο σκέψης μας, να ανταλλάξουμε απόψεις με διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη, να συλλογιστούμε, να συζητήσουμε και να καταλήξουμε σε κοινά σημεία όσον αφορά το πώς θα πρέπει να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας. Η νέα στρατηγική αποτελεί μια γερή βάση που θα μας κατευθύνει στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια», είπε η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ.
Το διοικητικό συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) εξακολουθεί να είναι ο ενδεδειγμένος δείκτης για την αξιολόγηση της σταθερότητας των τιμών. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι η συμπερίληψη του κόστους που σχετίζεται με την ιδιοκατοίκηση στον ΕνΔΤΚ θα απεικόνιζε καλύτερα τον πληθωρισμό που αφορά τα νοικοκυριά και ότι η συμπερίληψη της ιδιοκατοίκησης στον ΕνΔΤΚ είναι ένα πολυετές σχέδιο, Επομένως, στο ενδιάμεσο, το διοικητικό συμβούλιο θα λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο των αξιολογήσεών του για τη νομισματική πολιτική, δείκτες μέτρησης του πληθωρισμού που περιλαμβάνουν αρχικές εκτιμήσεις του κόστους ιδιοκατοίκησης για να συμπληρώσει τη δέσμη ευρύτερων δεικτών πληθωρισμού που έχει στη διάθεσή του.
Το διοικητικό συμβούλιο αναγνώρισε ότι η κλιματική αλλαγή έχει σημαντικές συνέπειες για τη σταθερότητα των τιμών και, για τον λόγο αυτόν, δεσμεύτηκε σε ένα φιλόδοξο σχέδιο δράσης σχετικά με το κλίμα. Η πρώτη τακτική συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου για θέματα νομισματικής πολιτικής κατά την οποία θα εφαρμοστεί η νέα στρατηγική θα πραγματοποιηθεί στις 22 Ιουλίου 2021. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να αξιολογεί περιοδικά την καταλληλότητα της στρατηγικής νομισματικής πολιτικής του, και η επόμενη αξιολόγηση αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2025.
Κερδισμένη η Ελλάδα
Όπως έγραψε το Business Daily, για την ελληνική οικονομία, η αναθεώρηση του στόχου της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό αποτελεί μια σημαντική πολιτική νίκη που θα φέρει και αντίστοιχα κέρδη για την οικονομία, καθώς απομακρύνεται πλέον για αρκετό καιρό το ενδεχόμενο να περιορίσει η ΕΚΤ τα προγράμματα νομισματικής πολιτικής, που έχουν κρατήσει «όρθια» την ελληνική οικονομία στη διάρκεια της νέας κρίσης και θεωρείται απολύτως αναγκαίο να συνεχισθούν στο στάδιο της ανάκαμψης μετά την πανδημία.
Τα προγράμματα της ΕΚΤ ήταν ο αφανής σωτήρας της Ελλάδας και απέτρεψαν τη μετατροπή μιας πρωτοφανούς, διεθνούς οικονομικής κρίσης σε δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική. Δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από την ΕΚΤ για αγορές ελληνικών ομολόγων επέτρεψαν στο Δημόσιο να δανείζεται με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, παρά την τεράστια διόγκωση του ελλείμματος και του χρέους, ενώ τα 47 δισ. ευρώ που χορηγήθηκαν με αρνητικά επιτόκια στις τράπεζες κράτησαν σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο τη ρευστότητα των τραπεζών και ενίσχυσαν την κερδοφορία τους.
Κανείς δεν θέλει να υποθέσει πού θα βρισκόταν σήμερα η ελληνική οικονομία χωρίς αυτή τη στήριξη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αμέσως μόλις μείωσε ελαφρώς η ΕΚΤ τις αγορές ελληνικών ομολόγων, στις αρχές του χρόνου, τα επιτόκια δανεισμού του Δημοσίου πήραν την ανιούσα και δεν θα είχαν υποχωρήσει, αν η ΕΚΤ δεν αύξανε και πάλι τις μηνιαίες αγορές ομολόγων.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, βρέθηκε σταθερά στο «στρατόπεδο» των τραπεζιτών του Νότου, οι οποίοι επέμεναν ότι δεν πρέπει να «σφίξει» η νομισματική πολιτική μέχρι να ανακάμψουν οριστικά οι οικονομίες της ευρωζώνης από την κρίση και ήταν ένθερμος υποστηρικτής της αλλαγής του στόχου για τον πληθωρισμό, στο πλαίσιο της στρατηγικής αναθεώρησης, ώστε να διασφαλισθεί ότι η χαλαρή πολιτική θα κρατήσει για μεγάλη περίοδο χωρίς αλλαγές.
Μιλώντας στις 25 Μαΐου στο Reuters, ο κ. Στουρνάρας είχε τονίσει ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να κρατήσει εντελώς ανοιχτούς τους κρουνούς του χρήματος, καθώς η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται ακόμα στη δίνη της πανδημίας του κορονοϊού, παρά την πρόοδο στα προγράμματα εμβολιασμών. Οι δηλώσεις αυτές έγιναν ενόψει της συνεδρίασης της 10ης Ιουνίου, όπου πράγματι η ΕΚΤ αποφάσισε να μην μειώσει το ρυθμό αγορών ομολόγων, παρότι ορισμένοι τραπεζίτες είχαν ζητήσει να περιορισθεί σταδιακά το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και να συνεχισθεί μόνο το τακτικό πρόγραμμα (από το οποίο η Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη λόγω χαμηλής αξιολόγησης των ομολόγων της). Στην ίδια συνέντευξη, ο κ. Στουρνάρας είχε τονίσει ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για μία περίοδο υψηλού πληθωρισμού στο άμεσο μέλλον, ενώ είχε υπογραμμίσει ότι η ΕΚΤ είναι πιθανόν να αλλάξει τον στόχο της για τον πληθωρισμό.