Σε μια νέα εποχή περνούν οι ελληνικές τράπεζες, καθώς καλούνται να συγκεντρώσουν νέα κεφάλαια, αυτή την φορά όχι για να καλύψουν τις ζημιές του παρελθόντος, αλλά για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη του μέλλοντος. «Η οικονομία χρειάζεται ισχυρότερες τράπεζες», είναι το μήνυμα που στέλνει στις διοικήσεις ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με την αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο Business Daily, υπογραμμίζοντας ότι όλες οι τράπεζες θα πρέπει να αντιληφθούν την ανάγκη για άντληση νέων κεφαλαίων.
Η μεγάλη περιπέτεια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης, που σώρευσε τεράστιες ζημιές στις τράπεζες από το «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, φθάνει πλέον στο τέλος της και οι τράπεζες έχουν ισχυροποιηθεί αρκετά. «Σήμερα είμαστε πολύ καλύτερα», τονίζει ο κ. Στουρνάρας. «Μία από τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της κρίσης είναι η στήριξη του τραπεζικού τομέα με περισσότερα από 50 δισεκατομμύρια σε κεφάλαια. Περάσαμε πολύ δύσκολα στις τράπεζες, περάσαμε περιόδους με κεφαλαιακούς περιορισμούς, με capital controls. Σήμερα όμως έχουμε βγει όρθιοι από τη διαδικασία αυτή και οι τράπεζες είναι πολύ ισχυρότερες».
Στον απόηχο της επιτυχούς αύξησης κεφαλαίου της Alpha Bank, της πρώτης ύστερα από χρόνια με σκόπο την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης για να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια οι χορηγήσεις δανείων, ο κ. Στουρνάρας τονίζει: «Ορισμένες τράπεζες πολύ ορθώς προχωρούν σε αυξήσεις κεφαλαίου». Και εξηγεί γιατί η αύξηση των χορηγήσεων είναι στενά συνδεδεμένη με την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης: «Για κάθε 100 ευρώ που θα δανείζουν οι τράπεζες πρέπει γύρω στα 14 με 15 ευρώ να είναι κεφάλαια. Άρα λοιπόν πολύ ορθά ορισμένες εξ αυτών το είδαν εγκαίρως και προχωρούν σε ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Θα επιθυμούσα και οι υπόλοιπες να το δουν αυτό και επίσης οι μικρότερες τράπεζες, αυτές που ονομάζουμε "μη συστημικές τράπεζες"».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Διοικητής της ΤτΕ σημειώνει ότι «η Τράπεζα Αττικής ξεκίνησε και αυτή, προχώρησε, πήρε πολύ μεγάλες προβλέψεις προκειμένου να ιδιωτικοποιηθεί μέσω αύξησης κεφαλαίου. Και αυτό ίσως γίνει μέσα στον επόμενο μήνα. Αλλά και οι άλλες τράπεζες, ακόμα και οι συνεταιριστικές, οι μη συστημικές τράπεζες, πρέπει κι αυτές να δούνε πια το μέλλον τους σε μία οικονομία που πρέπει να έχει ισχυρότερες τράπεζες, είτε συστημικές είτε μη συστημικές».
Η πρόκληση του Ταμείου Ανάκαμψης
Η επανεκκίνηση της ανάπτυξης από το 2021, με ρυθμούς που θα επιταχύνονται τα επόμενα χρόνια, καθώς θα αξιοποιούνται, έως το 2026, και οι τεράστιοι πόροι που θα διατεθούν στην ελληνική οικονομία από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης είναι σαφές πλέον ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δεν ήταν σε θέση, τα προηγούμενα χρόνια, να χρηματοδοτήσουν επαρκώς την οικονομία στο αρχικό στάδιο εξόδου από τη μεγάλη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, που «κούρεψε» το ΑΕΠ κατά 25%. Αυτό έκανε τους διεθνείς αναλυτές να μιλούν για ανάκαμψη χωρίς πιστώσεις στην Ελλάδα -creditless recovery.
Σε αυτή την πενταετία της αναμενόμενης ισχυρής ανάκαμψης, οι τράπεζες δεν έχουν πλέον να καλύψουν μόνο τη συνήθη ζήτηση δανείων για τις επενδύσεις και τα κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων ή για τις ανάγκες των νοικοκυριών, αλλά και τις μεγάλες ανάγκες νέων δανείων που θα δημιουργήσει το Ταμείο Ανάκαμψης. Ανάγκες που είναι, σε μεγάλο βαθμό, ανελαστικές, αφού δεν υπάρχουν περιθώρια να αφεθεί αναξιοποίητο το μεγάλο «πακέτο» δανείων μηδενικού επιτοκίου που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα, το ύψος των οποίων προγραμματίζεται να ανέλθει σε 12,5 δισ. ευρώ.
Οι τράπεζες δεν θα έχουν μόνο κεντρικό ρόλο στην αξιολόγηση των επιχειρήσεων και των επενδυτικών σχεδίων που θα χρηματοδοτηθούν με τα φθηνά ευρωπαϊκά δάνεια. Θα έχουν εξίσου σημαντικό ρόλο και στη μόχλευση των δανείων με τα δικά τους δάνεια, αφού προβλέπεται ότι για κάθε 100 ευρώ επένδυσης που θα γίνεται, τα 50 θα προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα 30 από τα δάνεια των τραπεζών και τα 20 από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι, για τα επόμενα πέντε χρόνια, μόνο για τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης οι τράπεζες θα χρειασθεί να εκταμιεύσουν νέα δάνεια 7-8 δισ. ευρώ, τα οποία θα πρέπει να «αντικρίζονται» και με κεφάλαια που θα αντιστοιχούν σε 14 - 15% των νέων χορηγήσεων, όπως υπενθύμισε ο κ. Στουρνάρας.
Έτσι προκύπτει με αρκετά καθαρό τρόπο η αναγκαιότητα των αναπτυξιακών αυξήσεων κεφαλαίου: δεδομένου ότι οι τράπεζες δεν θα έχουν, για αρκετό καιρό ακόμη, την αναγκαία ισχυρή κερδοφορία για να δημιουργήσουν εσωτερικά τα απαιτούμενα νέα κεφάλαια, καθώς μάλιστα θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται και από τις ζημιές που θα εγγράφονται από τις τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και από πιθανές νέες προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνεια της πανδημίας, η προσφυγή στην αγορά για την άντληση κεφαλαίων θα είναι μονόδρομος.
Η σημερινή κατάσταση
Όπως γίνεται και από την τελευταία έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική, η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών σήμερα είναι μεν ικανοποιητική, αλλά χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ το γεγονός της κάλυψης μεγάλου μέρους της κεφαλαιακής βάσης από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις επισημαίνεται από την ΤτΕ ως ένα βασικό σημείο προβληματισμό.
«Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια», σημειώνει η ΤτΕ,
- «Τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση υποχώρησαν ελαφρώς το α΄ τρίμηνο του 2021 σε σύγκριση με το 2020, αλλά παρέμειναν σε ικανοποιητικό επίπεδο (13,6% και 15,6% αντίστοιχα στο τέλος Μαρτίου του 2021). Ωστόσο, υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η υποχώρηση οφείλεται στο γεγονός ότι η μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων ήταν μεγαλύτερη από εκείνη των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού.
- Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 11,8% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Επίσης, σχετικά αδύναμα είναι τα μεγέθη κεφαλαιακής επάρκειας ορισμένων μη συστημικών τραπεζών.
- Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι περίπου το 65%, κατά μέσο όρο, των κεφαλαίων CET1 των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτό το γεγονός χρήζει αντιμετώπισης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το ποσοστό που αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της παρούσας στρατηγικής για τη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων».