Αποσύρει η Τράπεζα της Ελλάδος την πρόβλεψή της για νέα «κόκκινα» δάνεια ύψους 8 -10 δισ. ευρώ που θα δημιουργηθούν από την πανδημία, αναγνωρίζοντας ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει ακριβής πρόβλεψη. Παράλληλα, στη νέα έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, η ΤτΕ σημειώνει τη μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν επιτύχει οι ελληνικές τράπεζες, αλλά και το γεγονός ότι οι μεγάλες προβλέψεις που σχηματίσθηκαν εξαιτίας της πανδημίας οδήγησαν τις τράπεζες σε ζημιές το 2020.
Όσον αφορά τα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα δημιουργήσει η πανδημία, η ΤτΕ αποφεύγει να επαναλάβει την εκτίμηση που έκανε από την αρχή της κρίσης της πανδημίας, για νέα «κόκκινα» 8 - 10 δισ. ευρώ. Σημειώνει μόνο ότι «η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης θα επιδράσει καθοριστικά στη συναλλακτική συμπεριφορά χωρίς να αποκλείεται η δημιουργία νέου κύματος ΜΕΔ, το οποίο στη παρούσα χρονική συγκυρία δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια».
Η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι από την κορύφωση, τον Μάρτιο 2016, το ύψος των «κόκκινων» δανείων έχει υποχωρήσει κατά 60 δισ. ευρώ, αλλά τονίζει ότι «ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη και πολλαπλάσιος του μέσου όρου τραπεζών αντίστοιχου μεγέθους που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM (2,6% με στοιχεία Δεκεμβρίου 2020)».
Χωρίς να επαναφέρει την πρότασή της για δημιουργία μιας bad bank, η ΤτΕ σημειώνει, πάντως, ότι «απαιτούνται επιπλέον ενέργειες, οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων».
Τα βασικά σημεία της έκθεσης
Το 2020 η υγειονομική κρίση COVID-19 καθόρισε την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,2%, κυρίως λόγω της υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της δραστηριότητας στον κλάδο του τουρισμού. Εντούτοις, η υιοθέτηση έντονα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική, είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετώπισε κλυδωνισμούς κατά την εκδήλωση της πανδημίας, αλλά γρήγορα σταθεροποιήθηκε, ως αποτέλεσμα των μέτρων τα οποία ελήφθησαν από τις αρμόδιες αρχές. Η σταδιακή διεύρυνση του εμβολιαστικού προγράμματος με διάθεση περισσοτέρων εμβολίων σε περισσότερες ηλικιακές ομάδες και η επιτάχυνση των εμβολιασμών από το Μάιο και έπειτα έχουν δημιουργήσει θετικές προσδοκίες στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις για την πορεία της οικονομίας τους επόμενους μήνες και αναμένεται να ενισχύσουν την εγχώρια ζήτηση.
Η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (Recovery and Resilience Facility - RRF) δημιουργεί προοπτικές αύξησης των επενδύσεων και επιτάχυνσης της ανάκαμψης. Στο πλαίσιο αυτό, η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση των κινδύνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της οικονομίας και την πορεία βασικών μεγεθών, που αφορούν την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, την κερδοφορία και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών κατά το 2020 βελτιώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα της συμπερίληψης των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και της αποδοχής τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα, καθώς και της αξιοσημείωτης αύξησης των καταθέσεων πελατών. Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στην αύξηση του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών κατά 13,3% το 2020 καθώς και στην αύξηση των θέσεων σε ομόλογα. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις της Πολιτείας για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ιδιαιτέρως με την παροχή κρατικών εγγυήσεων, συνέβαλαν στην επέκταση της τραπεζικής πίστης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη δεδομένων των συνθηκών ρευστότητας των τραπεζών.
Επίσης, το 2020 συνεχίστηκε η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) υποχώρησαν περαιτέρω, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2020 το συνολικό απόθεμά τους να διαμορφωθεί σε 47,2 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 31,1% ή 21,3 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (68,5 δισ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού. Αν και ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, σε ποσοστό που ανέρχεται στο 30,1%, αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016 (107,2 δισ. ευρώ), έφθασε το 56% ή 60 δισ. ευρώ.
Η σαφής αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ προήλθε κυρίως από διαγραφές και τη μεταφορά ΜΕΔ εντός των τραπεζικών ομίλων στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης συναλλαγών πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων, οι οποίες προέβλεπαν ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό των τραπεζών (hive down). Ταυτόχρονα, η ενεργοποίηση του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS) με τη χορήγηση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου επέδρασε θετικά. Ωστόσο, ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη και πολλαπλάσιος του μέσου όρου τραπεζών αντίστοιχου μεγέθους που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM (2,6% με στοιχεία Δεκεμβρίου 2020).
Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες, οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Η ταχεία και πλήρης αποτύπωση των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν από την πανδημία στους ισολογισμούς των τραπεζών είναι υψίστης σημασίας για την επιλογή των κατάλληλων εργαλείων με σκοπό τη μείωση του αποθέματος και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών.
Οι αυξημένες προβλέψεις και οι ζημιές
Οι δείκτες ανθεκτικότητας των τραπεζικών ομίλων επηρεάστηκαν το 2020 από τις επιπτώσεις της πανδημίας αλλά και την εφαρμογή των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ. Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν το 2020 υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2.057 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 203 εκατ. ευρώ το 2019, κυρίως εξαιτίας του σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων χρήσεως για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Συγκεκριμένα, το 2020 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 5,6 δισ. ευρώ, έναντι 2,7 δισ. ευρώ το 2019. Από αυτές, 1 δισ. ευρώ αντανακλά την ενσωμάτωση των δυσμενέστερων μακροοικονομικών προβλέψεων εξαιτίας της πανδημίας στα υποδείγματα των τραπεζών για τον υπολογισμό ζημιών απομείωσης, 1,5 δισ. ευρώ σχετίζεται με την πώληση μεγάλου χαρτοφυλακίου ΜΕΔ από μια σημαντική τράπεζα αξιοποιώντας το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού και 3,1 δισ. ευρώ αποτελούν γενικές και ειδικές προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Η παραπάνω αρνητική επίδραση αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αύξηση των λειτουργικών εσόδων, η οποία οφείλεται κυρίως στον τριπλασιασμό των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις και, ειδικότερα, από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη του χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Τα καθαρά έσοδα από τόκους, τα οποία αποτελούν την κυριότερη πηγή εσόδων των τραπεζών, παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα.
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, υποχώρησε έναντι του 2019, παραμένοντας όμως σε ικανοποιητικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη και τα εποπτικά μέτρα κεφαλαιακής ελάφρυνσης. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,9% το Δεκέμβριο του 2020 από 16,2% το Δεκέμβριο του 2019, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 16,6%, από 17,3% αντίστοιχα.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη μείωση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζικών ομίλων, που επηρεάστηκαν αρνητικά από την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9 και την καταγραφή ζημιών μετά από φόρους. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9, Fully Loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 12,5% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 14,2%. Επιπρόσθετα, σημαντική παράμετρο αποτελεί η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών. Το Δεκέμβριο του 2020 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 15,1 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό 53% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.
Θετική εξέλιξη οι αυξήσεις κεφαλαίου
Ωστόσο, θετική εξέλιξη αποτελεί η ολοκλήρωση συναλλαγών κεφαλαιακής ενίσχυσης κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών του 2021, όπως η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 1,4 δισ. ευρώ και η έκδοση ομολόγου Additional Tier 1 ύψους 600 εκατ. ευρώ από την Τράπεζα Πειραιώς, καθώς και η έκδοση ομολόγου Tier 2 ύψους 500 εκατ. ευρώ από την Alpha Bank και η επικείμενη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.
Επισημαίνεται ότι τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος για την προσωρινή κεφαλαιακή ελάφρυνση των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπάγονται στην άμεση εποπτεία τους με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία COVID-19 θα παραμείνουν σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022 . Όσον αφορά τις προοπτικές για την κεφαλαιακή επάρκεια, παράγοντες που πρέπει να συνεκτιμηθούν είναι η διενέργεια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), η οποία είναι σε εξέλιξη και θα ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του 2021 με τη συνήθη μεθοδολογία , η σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και η εφαρμογή του προληπτικού μηχανισμού ασφαλείας (prudential backstop).
Το 2020 οι κίνδυνοι που ανέλαβαν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, είτε αυτοί συνδέονται αμιγώς με τις ασφαλιστικές τους εργασίες είτε συνδέονται με το επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο, δεν παρουσίασαν σημαντικές μεταβολές σε σύγκριση με το 2019. Με στοιχεία 31.12.2020, η ελληνική ασφαλιστική αγορά, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας, παραμένει επαρκώς κεφαλαιοποιημένη, διατηρώντας κεφάλαια καλής ποιότητας.
Η απρόσκοπτη λειτουργία των υποδομών της χρηματοπιστωτικής αγοράς, δηλαδή των συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών, συνέβαλε θετικά σε όλη τη διάρκεια του 2020 στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος μέσω της αποτελεσματικής διεκπεραίωσης των συναλλαγών. Όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, η χρήση τους παρέμεινε αυξημένη σε όρους αριθμού και αξίας συναλλαγών παρά την κάμψη που καταγράφηκε στις διενεργηθείσες πληρωμές με κάρτες πληρωμών το α΄ εξάμηνο 2020.
Οι προοπτικές για το 2021
Όσον αφορά τις προοπτικές για το 2021, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εξωτερική όσο και η εγχώρια ζήτηση θα ανακάμψουν από το β΄ εξάμηνο του 2021, μεταξύ άλλων με τη συμβολή και των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU). Ο ρυθμός της ανάκαμψης εξαρτάται και από την ταχύτητα επίτευξης ανοσίας του πληθυσμού και την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης, η οποία θα καθορίσει και την πορεία των τουριστικών εισπράξεων. Αρνητικά ενδέχεται να επιδράσουν τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων από το NGEU. Αντίθετα, ταχύτερη του αναμενομένου ρυθμού απορρόφηση πόρων αλλά και ανάκαμψη της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών θα επιταχύνει και το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τόσο το 2021 όσο και τα επόμενα χρόνια.
Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο αυτό περιβάλλον προκειμένου να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλιστεί τόσο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας στη μετά την πανδημία περίοδο.
Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την κερδοφορία, αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία. Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, αναδεικνύοντας την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών πηγών εσόδων και περαιτέρω εξορθολογισμού του κόστους. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την πελατεία τους να εμφανίζεται πιο δεκτική στην αλλαγή αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ωστόσο, η αναμενόμενη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών εξαιτίας της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχειρήσεων και νοικοκυριών θα οδηγήσει στην ανάγκη σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων, περιορίζοντας περαιτέρω τη δυνατότητά τους για εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου βραχυπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού μοντέλου που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας αποτελεί μια από τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες.
Επιπρόσθετα, χρήζει προσοχής το ζήτημα της υψηλής και συνεχώς αυξανόμενης διασύνδεσης του τραπεζικού συστήματος με την κεντρική κυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 2018 η διασύνδεση ανερχόταν σε 13,8% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 18,4% ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ με στοιχεία τέλους έτους 2020 έχει πλέον διαμορφωθεί σε 21,4% ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού και 36,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Με δεδομένα τα ποσοστά διακράτησης τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου από τις τράπεζες και τις αποτιμήσεις των ομολόγων που παραμένουν υψηλές, μια απότομη προσαρμογή στις τιμές τους λόγω μιας μη αναμενόμενης επιδείνωσης των μακροοικονομικών δεδομένων και σύσφιξης στις συνθήκες χρηματοδότησης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της μεταβλητότητας και μείωση της ρευστότητας της αγοράς.
Συνολικά, τα ανοίγματα των ελληνικών σημαντικών τραπεζών σε χρεωστικούς τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και, κατά συνέπεια, ο κίνδυνος από τις μεταβολές στην αποτίμηση των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου θα παραμείνει. Ομοίως, η διασύνδεση των σημαντικών τραπεζών με την κεντρική κυβέρνηση μέσω της ύπαρξης της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία με στοιχεία τέλους 2020 ανέρχεται σε 53% των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών, αναμένεται επίσης να αυξηθεί εάν δεν ληφθούν μέτρα. Ο λόγος είναι ότι κατά την υλοποίηση των τιτλοποιήσεων με σκοπό την ελάφρυνση των ισολογισμών από τα ΜΕΔ χρησιμοποιούνται κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών, με αποτέλεσμα να ενισχύεται συνολικά το ποσοστό της φορολογικής απαίτησης ως ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών.
Τέλος, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός, πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ αναμένεται η καταγραφή νέων ΜΕΔ με τη σταδιακή άρση των μέτρων προστασίας των δανειοληπτών και των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης κατά τη διάρκεια του 2021. Συμπερασματικά, καθίσταται σαφές ότι ενέργειες και πρωτοβουλίες για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος, που περιλαμβάνουν τον άμεσο υπολογισμό των επιπτώσεων της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των εποπτικών αρχών, την ανάπτυξη και εφαρμογή στρατηγικών για την αποτελεσματική διαχείριση των νέων ΜΕΔ, καθώς και αποφάσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Η γρήγορη επαναφορά σε μία νέα κανονικότητα στη μετά την πανδημία εποχή απαιτεί την ενεργό συνδρομή του τραπεζικού συστήματος, το οποίο θα πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει ομαλά την πραγματική οικονομία, επιτελώντας τη δια μεσολαβητική του λειτουργία.