Την ισχυρή πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει με ταχείς και υψηλούς ρυθμούς εκφράζει ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής» κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα με αφορμή το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Εκτιμά ότι η χώρα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και ότι τα επιτόκια δανεισμού μπορεί να υποχωρήσουν κι άλλο, ενώ μεταφέρει την αισιοδοξία ξένων επενδυτών, θέτει όμως ως προϋπόθεση την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.
Επιπλέον, σημειώνει ότι η κρίσιμη παράμετρος στο εξής θα είναι η βιωσιμότητα του χρέους και προαναγγέλλει τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Την ίδια στιγμή, δεν κρύβει την ανησυχία του για τη χαμηλή συμμετοχή του τραπεζικού συστήματος στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και υπογραμμίζει ότι για την ελληνική οικονομία ισχύει το «τώρα ή ποτέ».
Μεταξύ άλλων ο Κλάους Ρέγκλινγκ απάντησε ειδικότερα και σε ερωτήσεις σχετικά με την πανδημία και το τραπεζικό σύστημα:
Έχουν δημιουργηθεί νέες ανισότητες στην ΕΕ εξαιτίας της πανδημίας; Μήπως χώρες με υψηλά ποσοστά χρέους, όπως η Ελλάδα, βρεθούν κάποια στιγμή υπό ασφυκτική πίεση;
«Δυστυχώς, η λέξη “ανισότητα” περιγράφει πολλά από αυτά που βλέπουμε. Στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, αυτή ήταν η λέξη-κλειδί, ακουγόταν συνεχώς στη σύγκριση μεταξύ πλουσίων και φτωχών κρατών. Στην Ευρώπη παρατηρούμε επίσης μεγαλύτερες ανισότητες, το βλέπουμε σε κάθε χώρα. Δυστυχώς, όταν οι οικονομίες απαιτείται να λειτουργούν με μεγάλα ελλείμματα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, το υψηλό χρέος θα μείνει ως “κληρονομιά”. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να το αντιμετωπίσουμε. Αν το δούμε όμως ευρύτερα, η Ευρώπη δεν είναι στη χειρότερη θέση. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία ειδική συνθήκη, επειδή το χρέος της είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, σε όρους ΑΕΠ. Σήμερα είναι υψηλότερο από 200%. Αυτό καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη και είναι κάτι που η κυβέρνηση πρέπει να προσέξει. Ως ο μεγαλύτερος πιστωτής της χώρας, ο ESM έχει κάθε συμφέρον στη μακροχρόνια ανάπτυξη της Ελλάδας έπειτα από την πανδημία. Υπάρχουν αδυναμίες ως αποτέλεσμα του υψηλού χρέους, όμως υπάρχουν και θετικοί παράγοντες οι οποίοι θα βοηθήσουν την Ελλάδα να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις».
Είστε ικανοποιημένος από την πρόοδο του τραπεζικού συστήματος στην αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων; Και μήπως συνιστά απειλή για την επιτυχία του Ταμείου Ανάκαμψης η χαμηλή χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και ειδικότερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από τις τράπεζες;
«Εδώ υπάρχει μία ανησυχία. Οι τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα πέντε ή δέκα χρόνια και αυτό είναι θετικό. Εχουν μειώσει σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όμως εξακολουθούν να έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη. Συνεπώς, δεν έχουμε φτάσει στο τέλος του δρόμου, κάθε άλλο! Μέχρι στιγμής, τα ΜΕΔ έχουν μειωθεί όπως έχει συμφωνηθεί με την ΕΚΤ. Η πρόοδος είναι σημαντική και πρέπει να συνεχιστεί. Οι μηχανισμοί υπάρχουν, ο “Ηρακλής” είναι διαθέσιμος και θα επεκταθεί. Με αυτά υπόψη, πράγματι μας ανησυχεί κάπως ότι οι χορηγήσεις δανείων είναι περιορισμένες και η ανάπτυξη πιθανώς θα απαιτήσει περισσότερη τραπεζική χρηματοδότηση, κυρίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Το συζήτησα στις διάφορες συναντήσεις μου με την κυβέρνηση τις προηγούμενες ημέρες. Εχουν πλήρη επίγνωση και εργάζονται για να αυξηθεί η αναγκαία χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να έχουν μερίδιο στην ανάκαμψη».