Μια συζήτηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα θα ανοίξουν στις 10 Ιουνίου οι κεντρικοί τραπεζίτες της ΕΚΤ. Υπό το φως της επιτάχυνσης των προγραμμάτων εμβολιασμού στην Ευρώπη και της σταδιακής επανόδου της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς, καλούνται να απαντήσουν σε ποιο βαθμό είναι απαραίτητο να συνεχισθούν οι αγορές ομολόγων, στο πλαίσιο του γιγαντιαίου, έκτακτου προγράμματος για την πανδημία (PEPP).
Το PEPP, με ένα «οπλοστάσιο» ύψους 1,85 τρισ. ευρώ για αγορές ομολόγων, υπήρξε σωτήριο για τις χώρες του Νότου και ειδικά για την Ελλάδα, που μέχρι τον περασμένο Μάρτιο, λόγω της χαμηλής αξιολόγησης των ομολόγων της, δεν είχε καταφέρει να περιληφθεί στο τακτικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (APP), το οποίο εφαρμόζεται από το 2014. Σε περισσότερο από ένα χρόνο εφαρμογής του PEPP, στο οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα κατά παρέκκλιση από τους κανόνες, η ΕΚΤ έχει αγοράσει ελληνικούς τίτλους αξίας σχεδόν 20 δισ. ευρώ, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να δανείζεται με ιστορικά χαμηλό κόστος.
Μάλιστα, η ΕΚΤ έδειξε τον Απρίλιο ότι έχει την αποφασιστικότητα και την ευελιξία να προσαρμόζει κατάλληλα τις αγορές ομολόγων μέσω του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία, ώστε να... καταστέλλει πρόωρες ανοδικές κινήσεις στα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού. Όταν αυτά ανέβηκαν, τον Μάρτιο, ακολουθώντας τα αντίστοιχα αμερικανικά, η ΕΚΤ προχώρησε άμεσα σε αύξηση των αγορών τίτλων (από 60 δισ. τον Μάρτιο, σε 80 δισ. τον Απρίλιο) και επανέφερε σε χαμηλότερα επίπεδα τα κόστη δανεισμού για τα κράτη της Ευρώπης, σε μια περίοδο όπου η οικονομία περνούσε σε ύφεση, για δεύτερη φορά στη διάρκεια της πανδημίας.
Τυπικά το PEPP έχει προγραμματισθεί να διαρκέσει ως το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2022. Όμως, καθώς οι συνθήκες στην οικονομία της ευρωζώνης εξομαλύνονται και αρχίζει να γίνεται ορατός ο στόχος για εμβολιασμό του 70% του πληθυσμού μέσα στους επόμενους μήνες, αρχίζει να γίνεται όλο και πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί από την ΕΚΤ η συνέχιση των αγορών ομολόγων με τους ίδιους ρυθμούς.
Μιλώντας στη γαλλική Monde, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, που θα κάνει και την κεντρική εισήγηση στη συνεδρίαση του Ιουνίου και είναι ένθερμος υποστηρικτής των έκτακτων μέτρων που εφαρμόζονται από τον περασμένο Μάρτιο, αναγνώρισε ότι ενδέχεται να χρειασθεί μια σταδιακή απόσυρση των έκτακτων μέτρων. Όπως είπε,
- Η οικονομία βρίσκεται τώρα, τον Μάιο και τον Ιούνιο, σε ένα σημείο καμπής και θα αρχίσει να αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό, αν και από ένα χαμηλό σημείο εκκίνησης. Ακόμη και με αυτό το γρήγορο ρυθμό, πάντως, η οικονομία θα βρεθεί το 2022 στο σημείο που βρισκόταν το 2019, ενώ η αγορά εργασίας θα επιστρέψει στο ίδιο σημείο το 2023.
- Η γενική δέσμευση της ΕΚΤ είναι να διατηρήσει ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες. Τον Μάρτιο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαία μια σημαντική αύξηση των αγορών ομολόγων στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος και αυτός ο ρυθμός θα συνεχισθεί τις επόμενες εβδομάδες και θα επανεξετασθεί στη συνάντηση του Ιουνίου, όπου θα εκτιμηθούν οι χρηματοδοτικές συνθήκες σε συνάρτηση με τον πληθωρισμό. Μπορούμε να αυξήσουμε ή να μειώσουμε τις αγορές, ανάλογα με το τι χρειάζεται για να διατηρηθούν οι ευνοϊκές συνθήκες.
Στην πιο κρίσιμη, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, αναφορά αυτής της συνέντευξης, ο Λέιν υπογράμμισε ότι, καθώς η πανδημία σταδιακά τίθεται υπό έλεγχο, η ΕΚΤ θα χρειασθεί να αποσύρει σταδιακά τα έκτακτα μέτρα στήριξης, δηλαδή κυρίως να περιορίσει τις αγορές ομολόγων μέσω του PEPP. Καθώς τα νεότερα στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να απέχει από το στόχο (2%) και η ανάπτυξη παραμένει ασθενής, άλλα εργαλεία θα πρέπει να πάρουν τη θέση του έκτακτου προγράμματος στήριξης.
Η ακριβής σύνθεση του μείγματος υποστήριξης της οικονομίας από την ΕΚΤ έχει μεγάλη σημασία για την Ελλάδα: η ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει σταδιακά τις αγορές ομολόγων μέσω του έκτακτου προγράμματος, στο οποίο συμμετέχει η χώρα μας και να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα μέσω του τακτικού προγράμματος (APP), στο οποίο η Ελλάδα θα μπορέσει να ενταχθεί πολύ αργότερα, όταν η αξιολόγησή της από τους οίκους φθάσει στην επενδυτική βαθμίδα. Αυτό, χωρίς να είναι απαραίτητα καταστροφικό, εκτιμάται πάντως ότι θα έστελνε λάθος μηνύματα στην αγορά ομολόγων, θα δυσχέραινε το δανεισμό του Δημοσίου και πιθανόν να οδηγούσε σε αύξηση επιτοκίων.
Στους κόλπους της ΕΚΤ διαμορφώνονται και πάλι συνθήκες αντιπαράθεσης μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών του Βορρά και του Νότου. Ο επικεφαλής των «σκληρών», Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης, Γιενς Βάιντμαν έχει αποφύγει να πάρει θέση, αλλά ο Ολλανδός «σύμμαχός» του, Κλάας Κνοτ έχει ήδη τοποθετηθεί υπέρ της σταδιακής μείωσης των αγορών μέσω του PEPP και της συνέχισης, προς το παρόν, των αγορών μέσω του APP.
Ο Μαρτίνς Κάζακς, κεντρικός τραπεζίτης της Λετονίας, ο οποίος απηχεί τις θέσεις του μπλοκ του Βορρά, εκφράσθηκε πριν από λίγες ημέρες κατηγορηματικά υπέρ της μείωσης των αγορών μέσω του PEPP, τονίζοντας: «Αν οι χρηματοδοτικές συνθήκες παραμείνουν ευνοϊκές, τον Ιούνιο μπορούμε να αποφασίσουμε να αγοράζουμε λιγότερα ομόλογα». Όσον αφορά το αν θα πρέπει η ΕΚΤ να αντιδράσει σε ενδεχόμενες αυξήσεις των μακροπρόθεσμων επιτοκίων στο μέλλον, ο Κάζακς ήταν αρνητικός: «Όχι, γιατί τα επιτόκια σε κάποιο σημείο θα πρέπει να αυξηθούν».