Στην πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, με την εφαρμογή του ευρωπαϊκού Target Model, που θα βασιστεί στη δημιουργία Χρηματιστηρίου Ενέργειας, εναποθέτει η ελληνική βιομηχανία τις ελπίδες της να ξεφύγει από τη «θηλιά» του υψηλού ενεργειακού κόστους, που είναι 60% υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρώπης, και αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της ελληνικής βιομηχανίας και, ιδιαίτερα, των ενεργοβόρων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που παρουσίασε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κ. Χατζηδάκης, καταργούνται οι δημοπρασίες ενέργειας NOME, που γίνονταν στο όνομα της μείωσης του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ, αλλά με τη βιομηχανία να παραμένει αποκλεισμένη, χωρίς τη δυνατότητα να αγοράζει φθηνή ενέργεια από αυτές τις δημοπρασίες. Επίσης, προβλέπεται ταχεία υλοποίηση του Target Model, που είναι ένα σημαντικό βήμα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, καθώς εξασφαλίζεται η αποδοτικότερη παραγωγή, μεταφορά και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτή την στιγμή η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας διαφέρει σε βασικά σημεία από την ευρωπαϊκή. O εξορθολογισμός και η απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς, που θα φέρει το Target Model, στοχεύουν στη βελτίωση του ανταγωνισμού και την δημιουργία ενός σταθερού μοντέλου αγοράς που θα δίνει κίνητρα για την προσέλκυση νέων επενδύσεων.
Στο κέντρο του νέου μοντέλου θα βρίσκεται το Χρηματιστήριο Ενέργειας, στο οποίο θα έχουν πρόσβαση και οι βιομηχανικοί καταναλωτές. Η νέα αγορά θα έχει ως σκοπό την οργάνωση και διαχείριση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, περιβαλλοντικών αγορών ή/και ενεργειακών χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και κάθε άλλη συναφή δραστηριότητα.
Στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας εισέρχονται ο κλάδος ηλεκτρικής ενέργειας και οι σχετικές αρμοδιότητες, ύστερα από απόσχιση από τον ΛΑΓΗΕ. Η συνολική συμμετοχή επιχειρήσεων, στις οποίες το Δημόσιο κατέχει το σύνολο ή την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου, δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη του 35% και να ανέλθει σε ποσοστό μεγαλύτερο του 49% του μετοχικού κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου της.
Στο Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας ανατίθεται η λειτουργία της χονδρικής αγοράς προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας, η αγορά επόμενης ημέρας και ενδοημερήσια αγορά, ενώ η αγορά εξισορρόπησης θα είναι στον ΑΔΜΗΕ. Το χρονικό σημείο έναρξης της λειτουργίας κάθε αγοράς, καθώς και οι απαιτούμενες ενέργειες για την επίτευξη της λειτουργίας αυτών θα ορισθούν με απόφαση του υπουργού περιβάλλοντος και ενέργειας, ύστερα από γνώμη της ΡΑΕ και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης έκδοσης των κανονισμών των επιμέρους αγορών.
«Βαρίδι» το ακριβό ρεύμα
Το ενεργειακό κόστος παραμένει ακόμα και σήμερα ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» για την ελληνική επιχειρηματικότητα, καθώς είναι υψηλότερο κατά 60% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως αποκαλύπτει μελέτη της PWC για λογαριασμό του βελγικού ρυθμιστή ενέργειας (CREG). Το ελληνικό τιμολόγιο είναι 79,4% ακριβότερο από το γερμανικό, 73,8% από το Γαλλικό, 68,5 από το Ολλανδικό και 33,6% από το Βελγικό.
Παράλληλα τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδεικνύουν πως η Ελλάδα παράγει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη, καθώς στο δεύτερο τρίμηνο του 2019 η μέση χονδρική τιμή του ρεύματος στη χώρα μας ήταν 65,5 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όταν ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών χωρών κυμάνθηκε στα 43,3 ευρώ. Η τιμή αυτή είναι κατά 30 ευρώ ακριβότερη από την αντίστοιχη της Γερμανίας, κατά 24,3 ευρώ ακριβότερη από αυτή της Βουλγαρίας και 14,5 ευρώ από της Ιταλίας.
Πέραν των υψηλών τιμών ρεύματος, η ελληνική βιομηχανία επιβαρύνεται δυσανάλογα από το υψηλό κόστος των δικαιωμάτων ρύπων, επειδή το ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο λιγνίτη. «Η ψαλίδα άνοιξε ακόμη περισσότερο από τον Ιούνιο του 2018, όταν αυξήθηκε το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής CO2, επιβαρύνοντας πιο πολύ την ελληνική βιομηχανία. Αυτό συνέβη διότι στην Ελλάδα το μείγμα καύσιμου είναι πιο ρυπογόνο, λόγω των πολλών λιγνιτικών εργοστασίων με χαμηλό βαθμό απόδοσης, αλλά και λόγω της ανυπαρξίας προθεσμιακής αγοράς, που δεν επιτρέπει την αντιστάθμιση (hedging) του ρίσκου των ρύπων», τόνιζε τον Ιούνιο ο Αντώνης Κοντολέων, μέλος προεδρείου της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας.
Όπως είχε επισημάνει σε πρόσφατο άρθρο του ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, Κωνσταντίνος Μίχαλος: «Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού, αλλά και την επιβάρυνση που αυτό δημιουργεί στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας, με δεδομένο ότι τα ενεργειακά τιμολόγια αποτελούν βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής της βιομηχανίας. Για να μπορέσουν οι ελληνικές βιομηχανίες να επιβιώσουν και να γίνουν ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον, χρειάζεται δραστική μείωση του τελικού κόστους των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούν, με ιδιαίτερη έμφαση στον περιορισμό του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, ώστε να φθάσουμε σε επίπεδα ανάλογα των ευρωπαίων ανταγωνιστών».
Πάντως, οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές ενέργειας υπογραμμίζουν ότι η κατάργηση των NOME και η υιοθέτηση του Target Model θα πρέπει να συμπληρωθούν από ένα ακόμη σημαντικό βήμα: το άνοιγμα της αγοράς και την ενίσχυση του ανταγωνισμού.