«Ωρολογιακή βόμβα» στα θεμέλια της οικονομίας αποτελεί το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος που αθροιστικά ξεπερνά τα 584 δισ. ευρώ, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Οι «κόκκινες» οφειλές των ιδιωτών προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2020 στα 242,6 δισ. ευρώ και υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω αύξησης του λόγω της οικονομικής στενότητας νοικοκυριών και επιχειρήσεων που προκαλεί η πανδημία, σε συνδυασμό με το «ξεπάγωμα» των πληρωμών που έχουν ανασταλεί. Όσον αφορά στη σύνθεση του ιδιωτικού, μη εξυπηρετούμενου χρέους, τα 108,1 δισ. ευρώ αφορούν οφειλές στην εφορία, τα 37,5 δισ. εισφορές και τέλη στα ασφαλιστικά ταμεία, τα 58,1 δισ. δάνεια στις τράπεζες και τα 38,9 δισ. στις εγχώριες Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ).
Με δεδομένο ότι η υγειονομική κρίση έχει επιφέρει μεγάλη αιμορραγία στα εισοδήματα ο τεράστιος όγκος του χρέους δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και όπως σημειώνουν οι αναλυτές του Γραφείου Προϋπολογισμού χρειάζονται «επιπρόσθετες παρεμβάσεις και ειδικές ρυθμίσεις αποπληρωμής που ουσιαστικά θα ισοδυναμούν με ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Τέτοιες παρεμβάσεις που αφορούν ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο θα πρέπει να έχουν διαφανείς κανόνες και κριτήρια και να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Η ακτινογραφία του ιδιωτικού χρέους
Το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού χρέους προέρχεται από οφειλές στο Δημόσιο οι οποίες ανέρχονται συνολικά στα 145,6 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις φορολογούμενων στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2020 διαμορφώθηκαν στα 108,1 δισ. ευρώ, δηλαδή ήταν αυξημένες κατά 2,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019 ενώ σε τριμηνιαία βάση, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο παρουσιάζει αύξηση κατά 1,9 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το υπόλοιπο όπως διαμορφώθηκε μέχρι το τέλος του τρίτου τρίμηνο του 2020.
Ο συνολικός αριθμός οφειλετών μειώθηκε στο τέλος του 2020 κατά 23.691 φυσικά και νομικά πρόσωπα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται στους 4.045.217 οφειλέτες. Η μείωση των οφειλετών αποδίδεται και στον μεγάλο αριθμό των χρεών σε αναστολή είσπραξης στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων του COVID-19, καθώς και στη διαγραφή οφειλών από την ΑΑΔΕ σε 118.906 οφειλέτες με χρέη ύψους έως και 10 ευρώ.
Με βάση την κλίμακα κατανομής των οφειλών, ο αριθμός των οφειλετών με χρέη έως 10 ευρώ μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 139.814 οφειλέτες ενώ στην κατηγορία οφειλής μικρότερη του 1 ευρώ το πλήθος των οφειλετών μειώθηκε κατά 90.418 πρόσωπα, με τον συνολικό αριθμό των οφειλετών να διαμορφώνεται σε 266.932. Παράλληλα πτώση του αριθμού των οφειλετών κατά 19.710 παρατηρείται και στο εύρος οφειλής μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ
Αντίθετα, στις κατηγορίες οφειλής άνω των 10.000 ευρώ διαπιστώνεται αύξηση τόσο στο πλήθος των οφειλετών, όσο και στο ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο. Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 πηγάζει από τους οφειλέτες με ύψος οφειλής άνω του 1 εκατ. ευρώ (αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σε αυτήν την κατηγορία κατά 2,1 δισ. ευρώ), ο αριθμός των οποίων σημείωσε αύξηση κατά 205 πρόσωπα.
Στην αύξηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου σημαντική είναι η συνεισφορά των νομικών προσώπων, καθώς οι οφειλές που προέρχονται από αυτά αυξήθηκαν κατά 1,4 δισ. ευρώ, ενώ το ύψος του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου τους σε αυτήν την κατηγορία οφειλής άγγιξε στο τέλος του 2020 τα 62,9 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα το πλήθος των νομικών προσώπων που οφείλουν πάνω από 1 εκατ. ευρώ διαμορφώθηκε στα 5.119, καθώς αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 132 νομικά πρόσωπα.
Σχετικά με τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία, η έκθεση του ΚΕΑΟ δείχνει ότι στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2020 διαμορφώθηκαν στα 37,5 δισ. ευρώ , δηλαδή αυξήθηκαν κατά 124,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Οι κύριες οφειλές ήταν 24,9 δισ. ευρώ και τα πρόσθετα τέλη 12,6 δισ. ευρώ.
Η αύξηση των συνολικών οφειλών προέρχεται από τις νέες εντάξεις οφειλετών (20.090 οφειλέτες με συνολικές οφειλές ύψους 53,1 εκατ. ευρώ), καθώς και από τη δημιουργία νέων οφειλών και την αύξηση των πρόσθετων τελών για τους οφειλέτες που είναι ήδη ενταγμένοι στο ΚΕΑΟ.
Σε ετήσια βάση ο αριθμός των οφελετών αυξήθηκε κατά 6.593 και ο συνολικός αριθμός των μητρώων με οφειλές σε ασφαλιστικά ταμεία διαμορφώθηκε στο τέλος του 2020 σε 2.013.900 μητρώα. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης προέρχεται από την κατηγορία οφειλής μέχρι 50 ευρώ, ενώ μείωση κατά 31.667 παρουσίασε ο αριθμός των μητρώων που αφορά σε οφειλές από 50 έως 10.000 ευρώ. Επίσης αύξηση παρατηρείται στις συνολικές οφειλές κατά περίπου 2,1 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, η οποία οφείλεται κυρίως στην αύξηση των πρόσθετων τελών (κατά 1,5 δισ. ευρώ), και σε μικρότερο βαθμό στην αύξηση των κύριων οφειλών κατά 596,6 εκατ. ευρώ.
Αναλυτικότερα, στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ, στην οποία καταγράφεται το μεγαλύτερο μέρος (58%) των μητρώων, παρατηρείται η μεγαλύτερη μείωση κύριων οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία (κατά 98,7 εκατ. ευρώ). Αντίθετα, στην κατηγορία οφειλής μεταξύ 100.000 και 1.000.000 ευρώ εντοπίζεται η μεγαλύτερη αύξηση του ύψους των κύριων οφειλών (κατά 475,2 εκατ. ευρώ).
Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου σε ιδιώτες
Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου προς τους ιδιώτες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών καθώς και οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων ανήλθαν συνολικά τον Ιανουάριο του 2021 σε 1,928 δισ. ευρώ (1,351 δισ. ευρώ και 577 εκ. ευρώ αντίστοιχα). Αν στο ποσό αυτό προστεθεί και το «κρυφό» χρέος ύψους 584 εκατ. ευρώ από την μην πληρωμή περίπου 152.949 εκκρεμών συντάξεων οι συνολικές τρέχουσες οφειλές του δημοσίου ανεβαίνουν στα 2,512 δισ. ευρώ.
Σε ύψος- ρεκόρ το δημόσιο χρέος
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δισ., φτάνοντας τα 341 δισ. (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020 και η έκθεση του Γραφείου Προυπολογισμού της Βουλής χτυπάει καμπανάκι σημειώνοντας ότι «το χρέος που συσσωρεύεται στη διάρκεια της πανδημίας θα παραμείνει εκεί και μετά το τέλος της και η εξυπηρέτησή του θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ (μέσω του προγράμματος PEPP)».
Σύμφωνα με την έκθεση Παρακολούθησης της Βιωσιμότητας του Χρέους (Debt Sustainability Monitor) του Φεβρουάριου 2021, που καταρτίζει η Κομισιόν, η αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους για το 2020 δείχνει ότι η κρίση του COVID-19 επιδείνωσε τη μεσοπρόθεσμη εικόνα σε σχέση με την προηγούμενη ανάλυση (2019).
Η πανδημία αναμένεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο προβλέπεται να αυξηθεί από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 σε πάνω από 207% του ΑΕΠ το 2020. Ωστόσο, καθώς τα έκτακτα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία αναμένεται να είναι προσωρινά και η οικονομία αναμένεται να αρχίσει να ανακάμπτει το 2021, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει μια πτωτική τάση από το 2021. Παρόλα αυτά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, πάνω από το 120% του ΑΕΠ έως το 2040, κάτι που αντανακλά την επιδείνωση των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων προοπτικών σε σύγκριση με την προηγούμενη ανάλυση, όπου ο λόγος χρέους αναμενόταν να κυμανθεί λίγο πάνω από το 100% εκείνη τη περίοδο. Μέχρι το 2060, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να είναι περίπου ίδιος και στις δύο αναλύσεις. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες προβλέπεται να κυμανθούν πάνω από το 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 20 χρόνια, προτού μειωθούν σε περίπου 13% του ΑΕΠ έως το 2060. Αυτό αντικατοπτρίζει πολύ μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες σε σχέση με την προηγούμενη ανάλυση, όπου αναμενόταν να παραμείνουν κάτω από το 10% του ΑΕΠ έως τις αρχές του 2030.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα εξισωθούν με την προηγούμενη ανάλυση. Επισημαίνεται ότι στην αναθεωρημένη ανάλυση έχουν τροποποιηθεί σημαντικά οι υποθέσεις τόσο για τους ρυθμούς μεγέθυνσης όσο και για τα επιτόκια αναχρηματοδότησης του χρέους προς το ευνοϊκότερο. Ειδικότερα, για τη μακροχρόνια περίοδο (2030-2060) ο προβλεπόμενος ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης έχει αυξηθεί κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες (από 1 σε 1,5%) και το προβλεπόμενο επιτόκιο έχει μειωθεί κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες (από 4,1% σε 3,4%). Και οι δύο παράμετροι είναι ιδιαίτερα καθοριστικές για την εξέλιξη του χρέους και των χρηματοδοτικών αναγκών.