Ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η παγκόσμια οικονομία προσπαθεί να βρει εκ νέου τον βηματισμό της, διαθέτοντας, όμως, μία «κρυφή πηγή» που θα μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα ικανό να αλλάξει πλήρως και προς το καλύτερο αυτήν την πορεία.
Οι καταναλωτές ανά την υφήλιο έχουν αυξήσει κατακόρυφα της καταθέσεις τους, ακόμη και σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου δεν υπήρχε ισχυρή ροπή προς την αποταμίευση.
Σύμφωνα με εκτίμηση του πρακτορείου Bloomberg οι καταναλωτές στις μεγαλύτερες οικονομίες της υφηλίου – ΗΠΑ, Κίνα, Βρετανία, Ιαπωνία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία – διαθέτουν πρόσθετες καταθέσεις ύψους 2,9 τρισ. δολαρίων, ποσό που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια των lockdown.
Αιτίες από τη μία πλευρά η αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας και της αγοράς εργασίας και από την άλλη η πτώση της κατανάλωσης, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που κράτησαν κλειστά ή κρατούν ακόμη αρκετούς κλάδους που παραδοσιακά απορροφούν μεγάλο μέρος της κατανάλωσης.
Το ήμισυ του παραπάνω ποσού, ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων, έχει αποταμιευθεί από Αμερικανούς και προκειμένου να καταστεί σαφές πόσο σημαντικό είναι αρκεί να σημειωθεί ότι αντιστοιχεί στο ΑΕΠ της Ν. Κορέας.
Η πορεία της αύξησης των καταθέσεων σε οκτώ μεγάλες οικονομίες
Ελπίδα των οικονομικών επιτελείων ανά την υφήλιο είναι ότι μεγάλο μέρος αυτών της επιπλέουσας ρευστότητας θα διοχετευθεί στην κατανάλωση, μετά το πέρας της πανδημίας, καθώς θα επανέλθουν σε κανονική λειτουργία λιανικό εμπόριο, εστίαση και κυρίως τουρισμός και ταξίδια.
Για παράδειγμα εάν οι Αμερικανοί αποφασίσουν να ξοδέψουν τα χρήματα που αποταμίευσαν μόνο κατά τη διάρκεια του 2020 αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τον ρυθμό ανάπτυξης των ΗΠΑ στο 9% αντί στο 4,6% που είναι η επίσημη εκτίμηση. Στον αντίποδα εάν τα κεφάλαια αυτά παραμείνουν στάσιμα η ανάπτυξη θα υποχωρήσει στο 2,2%.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι Αμερικανοί που φρόντισαν να αυξήσουν τις καταθέσεις τους. Στην Κίνα ενισχύθηκαν κατά 2,8 τρισ. γουάν (περί τα 430 δισ. δολ.), στη Βρετανία η αύξηση ήταν 117 δισ. στερλίνες (160 δισ. δολάρια) ενώ στην ευρωζώνη έφθασε στα 387 δισ. ευρώ (465 δισ. δολάρια), με τη Γερμανία να είναι πρωταθλήτρια με αύξηση κατά 142 δισ. ευρώ.
Ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων ανά χώρα
Ένας ακόμη παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει τους καταθέτες να αυξήσουν τις δαπάνες τους είναι το γεγονός ότι οι τόκοι που λαμβάνουν από τις καταθέσεις είναι ιδιαίτερα χαμηλοί, λόγω της πολιτικής σχεδόν μηδενικών επιτοκίων από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες.
«Βραχυπρόθεσμα, πολλά θα εξαρτηθούν από τη συμπεριφορά των καταναλωτών μετά την πανδημία και κατά πόσο θα υπάρξει επιστροφή στους «κανόνες» που ίσχυαν πριν από αυτή», εκτιμά η Γελένα Σουλάτγιεβα, οικονομολόγος του Bloomberg Economics και προσθέτει: «μεσοπρόθεσμα είτε θα χρησιμοποιηθούν για κατανάλωση, είτε για αποπληρωμή χρέους είτε ακόμη και εάν παραμείνουν στον τραπεζικό λογαριασμό για περίπτωση ανάγκης αυτό θα είναι θετικό για την ανάπτυξη».
Μαξιλάρι 20 δισ. ευρώ στην Ελλάδα
Επί ελληνικού εδάφους το 2020 σημειώθηκε η μεγαλύτερη ετήσια αύξηση των καταθέσεων μετά από πολλά χρόνια, με την αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος να έχει αποκατασταθεί μετά την κρίση χρέους της προηγούμενης 10ετίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 19,893 δισ. ευρώ, ή σε ποσοστό 13,89% σε ετήσια βάση. Το φαινόμενο της αύξησης των αποταμιεύσεων συνδέεται και με την ανασφάλεια των καταναλωτών για το μέλλον και, ειδικότερα, για την απασχόληση. Όπως σημειώνει η Alpha Bank, το δεύτερο τρίμηνο του 2020 καταγράφηκε κατακόρυφη αύξηση των καταναλωτών που ανησυχούν για αύξηση της ανεργίας, από το 5,1% στο 70,6% και το ποσοστό διατηρήθηκε στο δεύτερο lockdown πολύ υψηλό, στο 65,7%.
«Η αύξηση των αποταμιεύσεων, επομένως, συνδέεται, αφενός, με την αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία σχετικά με τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης αλλά και την απώλεια του διαθέσιμου εισοδήματος (“προληπτική” αποταμίευση) και, αφετέρου, με τη μειωμένη καταναλωτική δαπάνη (“αναγκαστική” αποταμίευση), καθώς οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν -σε ένα βαθμό- εξαιτίας των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας)», ανέφερε στην ανάλυσή της η ελληνική τράπεζα.