Mεγάλες ευκαιρίες για χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και των επενδύσεων προσφέρουν οι χρηματοδοτήσεις από την ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες, που πλησιάζουν φέτος τα 40 δισ. ευρώ, καθώς και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης που έρχονται το 2021, αλλά θα πρέπει να ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργούν οι ιδιαιτερότητες του επιχειρηματικού τομέα και να βρεθούν παραγωγικά επενδυτικά σχέδια.
Μιλώντας στη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσαν το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και το Ίδρυμα Konrad-Adenauer-Stiftung (KAS) σε Ελλάδα & Κύπρο με θέμα: «Χρηματοδότηση, ιδιωτικό χρέος και επανεκκίνηση της οικονομίας», ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας σημείωσε ότι θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία ευρπαικοί πόροι 72 δισ. ευρώ συνολικά, που σε συνδυασμό με την επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ που θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το 2023, δημιουργούν συνθήκες για υψηλή ανάπτυξη. Ο διοικητής της ΤτΕ τόνισε για τις τράπεζες πως «παρά το γεγονός ότι η ρευστότητα τους είναι πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα, μόλις ένα πολύ μικρό μέρος έχει πάει στην ιδιωτική οικονομία» και υπογράμμισε την πολύ μικρή πιστωτική επέκταση που έχει υπάρξει στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Για ζήτημα μεγέθους και υπερχρεωμένες μικρές επιχειρήσεις κάνουν λόγο οι τράπεζες, με τον διευθ. σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας, Παύλο Μυλωνά να επισημαίνει πως πολλές επιχειρήσεις θέλουν να παραμένουν μικρές ώστε να εκμεταλλεύονται τα όρια των κανόνων στα οποία λειτουργούν, σημειώνοντας πως πρέπει «να υπάρξει ένα θεσμικό πλαίσιο που θα βάλει κανόνες και θα τηρούνται». Παράλληλα υπογράμμισε πως πρέπει οι ιδιώτες επενδυτές να πάρουν ρίσκα. Να βάλουν κεφάλαια και οι τράπεζες να τα εξετάσουν, ώστε να υπάρξει στοχευμένη χρηματοδότηση σε βιώσιμα έργα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας σημείωσε πως υπάρχει ζήτημα κεφαλαιακής διάρθρωσης των επιχειρήσεων επισημαίνοντας ότι «αν δείτε τις αιτήσεις που είχαμε για χρηματοδότηση τους προηγούμενους μήνες, θα δείτε ότι λάβαμε αιτήσεις από επιχειρήσεις με αρνητικά ίδια κεφάλαια, από εταιρείες που είναι υπερδανεισμένες και εταιρείες είχαν ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια» τονίζοντας πως οι 25.000-30.000 επιχειρήσεις που επιδοτήθηκαν από τις τράπεζες ήταν αυτές που «θα ήταν βιώσιμες την επόμενη μέρα και θα μπορούσαν να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας». Παράλληλα επεσήμανε το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι οι περισσότερες μικρές και για να φτάσει η χρηματοδότηση στην καρδιά της οικονομίας θα πρέπει να αυξηθεί το μέσο μέγεθος της εταιρείας, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη να κινηθεί γρήγορα ο ιδιωτικός τομέας και να καταθέσει προτάσεις για έργα.
Ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Τσακίρης επεσήμανε ότι με διαφορετικές και συμπληρωματικές δράσεις έχει εξασφαλιστεί η ρευστότητα στην αγορά ώστε να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να λάβουν την ενίσχυση που χρειάζονται, τονίζοντας πως οι τράπεζες έλαβαν το μεγαλύτερο ρίσκο όσο αναφορά την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων μέσα από τα εγγυοδοτικά προγράμματα. Για το μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, ο κ. Τσακίρης υπογράμμισε πως οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι τόσο μικρές που ο μέσος όρος εργαζομένων είναι περίπου 1,7 άτομα και σημείωσε πως η κυβέρνηση εξετάζει τον σχεδιασμό μέτρων ώστε να δοθούν κίνητρα σε επιχειρήσεις για να μεγαλώσουν και να υπάρξουν συνεργασίες κεφαλαίων. Ανέφερε επίσης πως η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων από τα 5.000 δάνεια που είχε δώσει τα προηγούμενα χρόνια, τους τελευταίους μήνες έχουν δοθεί περίπου 30.000 δάνεια
Το γεγονός ότι η διατηρήθηκε η κουλτούρα των πληρωμών σημείωσε ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γ. Πιτσιλής παρά το γεγονός ότι μειώθηκαν φέτος τα φορολογικά έσοδα κατά 16% σε σχέση με το 2019 ενώ ήταν και 16,5% χαμηλότερα από τις προβλέψεις της ΑΑΔΕ. Ωστόσο σημαντικό είναι το γεγονός πως μεγάλο μέρος των πληττόμενων κλάδων έκαναν προσπάθεια να πληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και εκμεταλλεύτηκαν τα εργαλεία που υπήρξαν και συνεχίζουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Παράλληλα επισήμανε ότι σημαντικό ποσοστό της Επιστρεπτέας Προκαταβολής κατευθύνθηκε στην πληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων, δείχνοντας πως υπάρξει μια κουλτούρα πληρωμών. Επεσήμανε πάντως τον κίνδυνο, αρκετές επιχειρήσεις και εργαζόμενοι που θα βρεθούν υπό πίεση για να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις που θα έχουν συσσωρευτεί.