Αισιοδοξία κυριαρχεί στην αγορά ελαιόλαδου πως οι τιμές φέτος θα κινηθούν σε καλύτερα επίπεδα από τα περσινά, με τα πρώτα δείγματα γραφής να καταγράφονται ως θετικά και το 2020-21 να αναμένεται να είναι μια ευνοϊκή χρονιά για το ελληνικό ελαιόλαδο.
Η έναρξη στα 3,80 ευρώ το κιλό στους Αγ. Αποστόλους Λακωνίας και η σταθεροποίηση στα επίπεδα των 2,75 ευρώ με δυναμική τάση προς τα πάνω των τιμών των περσινών ελαιολάδων Λακωνίας έχουν δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα. «Η φετινή χρονιά είναι μάλλον πιο ευνοϊκή για την χώρα μας λόγω χαμηλότερων ποσοτήτων παραγωγής στην Ισπανία & Ιταλία και για το λόγο αυτό αναμένεται ένα επίπεδο τιμών λίγο ανώτερο από τα αντίστοιχα περσινά» αναφέρει στο Business Daily ο πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ κ. Ανανίας Καραχανίδης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας KARPEA, με 40χρονη διαρκή παρουσία στον ελαιοκομικό τομέα.
Μείωση παραγωγής σε Ιταλία, Ισπανία
Οι κλιματολογικές συνθήκες και η πανδημία του κορονοϊού, οδήγησαν την παραγωγή στην Ιταλία να περιοριστεί στους 290.000 τόνους, καθώς λόγω καύσωνα και ανομβρίας, η Νότια Ιταλία σημείωσε φέτος σημαντικές απώλειες. Την ίδια στιγμή η Ισπανία χαμήλωσε τον πήχη για την φετινή ελαιοπαραγωγική περίοδο στους 1,5 εκ. τόνους ελαιόλαδου και η παραγωγή της Πορτογαλίας αναμένεται να φτάσει τους 100.000 τόνους.
Στην Ελλάδα, όπως σημειώνει ο κ. Καραχανίδης, «για την ελαιοκομική περίοδο 2020/21 που μόλις άρχισε, είναι αναμενόμενη μια μικρή επίπτωση στην διαδικασία συλλογής του καρπού, λόγω των υγειονομικών μέτρων, της αποφυγής συνωστισμού προσώπων και μείωσης του αριθμού των ξένων εργατών γης. Ωστόσο δεν αναμένεται πρόβλημα στο επίπεδο του όγκου παραγωγής που εκτιμάται στους 280.000 τόνους, ποσότητα που αντιπροσωπεύει ένα καλό εθνικό μας μέσο όρο».
Παρά το γεγονός πως η πανδημία επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τουρισμό και τις υπηρεσίες τροφίμων, η κατανάλωση ελαιόλαδου την περίοδο της καραντίνας σημείωσε ρεκόρ, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά 3,5% στην ΕΕ. Παράλληλα η επάνοδος του τουρισμού και της εστίασης το 2021 μπορεί να στηρίξουν την αγορά.
«Όπλο» του ελληνικού ελαιόλαδου σε αυτή την ευνοϊκή συγκυρία που έχει δημιουργηθεί είναι «η ποιότητα και η φήμη του. Στοιχεία που διαθέτει σε ένα μεγάλο βαθμό το ελληνικό ελαιόλαδο, τουλάχιστον σε αυτούς που ξέρουν να επιλέγουν και να αξιολογούν, που πρωτίστως είναι οι Ιταλοί εισαγωγείς - έμποροι, οι οποίοι το αγοράζουν χύμα» σημειώνει ο πρόεδρος της ΣΕΒΙΤΕΛ.
Προκλήσεις για την αγορά
Όπως αναφέρει ο κ. Καραχανίδης «οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν σταδιακή επίπτωση στην ελαιοκαλλιέργεια, η οποία διαπιστώνουμε ότι σταδιακά επεκτείνεται σε βορειότερες περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι, λόγω καύσωνα και ανομβρίας, η Νότια Ιταλία καταγράφει φέτος σημαντικές απώλειες, τις οποίες ευτυχώς δεν βίωσαν - με εξαίρεση τις καταρρακτώδεις βροχές - περιοχές της χώρας μας».
Αν και η μείωση της παραγωγής σε μια ή μερικές ελαιοπαραγωγικές χώρες δεν δημιουργούν σχέσεις αλληλεπίδρασης και συνθήκες που θα ευνοήσουν μια χώρα, η μείωση της παραγωγής στην Ιταλία που αποτελεί και την κύρια αγοράστρια χύμα ελαιόλαδου θα επηρεάσει την ζήτηση του ελληνικού ελαιόλαδου, τονίζει ο κ. Καραχανίδης και υπογραμμίζει πως «το βασικό ζητούμενο για την ελληνική βιομηχανία τυποποίησης αποτελούν οι εξαγωγές επώνυμου ελληνικού ελαιόλαδου». Πάντως, επισημαίνει, «σε αυτό το διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον η Ιταλία δεν απουσιάζει δεδομένου ότι καλύπτει τη μειωμένη της παραγωγή με αντίστοιχες εισαγωγές εκτός από Ελλάδα και Ισπανία και με εισαγωγές από τρίτες χώρες».
Την ανάγκη διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής τονίζει ο πρόεδρος της ΣΕΒΙΤΕΛ, που αναφέρει ότι βασικοί άξονες αυτής της στρατηγικής θα πρέπει να είναι «η μείωση του κόστους παραγωγής, η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας, η βελτίωση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της εγχώριας αγοράς, η προώθηση των εξαγωγών τυποποιημένου - επώνυμου ελαιολάδου, καθώς και η προστασία και ανάδειξη της ποιότητάς του».
Όπως υπογράμμισε ο κ. Καραχανίδης «οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι ότι με εθνική συστράτευση, συνεννόηση και συνέργειες, θα τα καταφέρουμε για το καλό όλων των εμπλεκόμενων με τα εθνικά μας προϊόντα, το ελαιόλαδο και τις επιτραπέζιες ελιές μας».