Σε διψήφιο νούμερο κινείται το «κοντέρ» της ύφεσης στο τρίτο τρίμηνο του έτους, κυρίως λόγω της δραματικής πτώσης του τουρισμού με τις πληρότητες στα ξενοδοχεία όλης της χώρας να καταγράφουν δραστική μείωση και τις συνολικές εισπράξεις από τον τουρισμό για τη φετινή χρονιά να τοποθετούνται στη περιοχή των 3 δισ. ευρώ έναντι 18,2 δισ. ευρώ πέρυσι.
Την ίδια ώρα, σημάδια περαιτέρω επιδείνωσης καταγράφονται στο δημοσιονομικό μέτωπο με πηγές του οικονομικού επιτελείου να κάνουν λόγο για αναθεώρηση προς τα πάνω του στόχου για πρωτογενές έλλειμμα 6,23% του ΑΕΠ που προβλέπει το προσχέδιο του νέου προϋπολογισμού.
Ισχυρό πλήγμα στο ΑΕΠ επιφέρει η καθίζηση του τουρισμού στο κρίσιμο τρίτο τρίμηνο, όπου πραγματοποιείται πάνω από το 55% των ετήσιων εισπράξεων. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) η μέση ποσοστιαία πληρότητα με αναγωγή στο σύνολο του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο ανήλθε σε ποσοστό 23,1%, η μέση τιμή για την ίδια περίοδο άγγιξε τα 86 ευρώ, ενώ 717 ξενοδοχεία συνεχούς λειτουργίας που άνοιξαν θα ξανακλείσουν μέσα στο 2020.
Πέραν του τουρισμού καθοριστικό ρόλο για το βάθος της ύφεσης θα έχουν και άλλοι κλάδοι της οικονομίας με βαρύνουσα συμβολή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ όπως οι υπηρεσίες, το εμπόριο και οι εξαγωγές, για τους οποίους τα στοιχεία είναι υπό επεξεργασία από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Στατιστικής Υπηρεσίας και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.
Ωστόσο στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εμμένουν στην πρόβλεψη ότι η συρρίκνωση του ΑΕΠ το κρίσιμο διάστημα Ιουλίου-Αυγούστου θα είναι κάτω από 10% και θα υποχωρήσει γύρω στο 7% στο τελευταίο τρίμηνο με αποτέλεσμα το 2020 να κλείσει με ύφεση 8,2% όπως προβλέπει το βασικό σενάριο του προϋπολογισμού. Αρμόδια στελέχη επισημαίνουν ότι υπόθεση αυτή στηρίζεται στον αποκλεισμό νέου γενικευμένου lockdown ακόμα και σε επίπεδο περιφερειών όπως η Αττική και στη συνέχιση των σημερινών περιοριστικών μέτρων στην αγορά.
Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στο προσχέδιο του προϋπολογισμού ότι «στο τέταρτο τρίμηνο του έτους, η εκτιμώμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάκαμψης στην Ελλάδα ενσωματώνει τα τελευταία επιδημιολογικά δεδομένα κάτω από την υπόθεση διατήρησης των τοπικών μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης στο επίπεδο που ήταν στα μέσα Σεπτεμβρίου».
Επισημαίνεται ότι το σενάριο για ύφεση 8,2% ενσωματώνει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 6%, των εξαγωγών κατά 24,8%, των εισαγωγών κατά 15,1% και των επενδύσεων κατά 10,9%. Στο προσχέδιο σημειώνεται ότι «η ελληνική οικονομία εμφανίζει ανθεκτικότερη εικόνα στο σύνολο του πρώτου εξαμήνου έναντι των ευρωπαϊκών μέσων όρων, με την ύφεση στο 7,9% έναντι 8,3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 9,0% στην Ευρωζώνη. Η εικόνα αυτή εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί στο σύνολο του έτους, παρά την άμβλυνση της ψαλίδας της ύφεσης μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης περίπου στο μισό των 1,1 ποσοστιαίων μονάδων όπου βρισκόταν στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Στην άμβλυνση αυτή αναμένεται ότι θα συντελέσουν οι μεγάλες απώλειες για τον κλάδο του τουρισμού στο τρίτο τρίμηνο του 2020, λόγω της διαχρονικής συγκέντρωσης υψηλού ποσοστού διεθνών ταξιδιωτικών αφίξεων εντός αυτού του τριμήνου».
Εκτός από την αβεβαιότητα για την εξέλιξη της πανδημίας και τη ζημιά που θα προκαλέσει σε όλο το φάσμα της οικονομίας, αστάθμητος παράγοντας παραμένει η ψυχολογία των νοικοκυριών που επηρεάζει το βασικό τροφοδότη της ανάπτυξης που είναι η κατανάλωση, καθώς ο φόβος και η ανασφάλεια για το αύριο σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό ενισχύουν την τάση συγκράτησης των δαπανών και τη ροπή προς αποταμίευση. Στο υπουργείο Οικονομικών χαρακτηρίζουν καταστροφικό το ενδεχόμενο μιας νέας σκληρής καραντίνας, καθώς όπως λένε κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε φαύλο κύκλο ύφεσης και ελλειμμάτων, σημειώνοντας ωστόσο ότι παρακολουθούν στενά τα γεγονότα και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να παρέμβουν με πρόσθετα αλλά στοχευμένα μέτρα στήριξης αν χρειαστεί.
Έντονος είναι ο προβληματισμός και για τη πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών, καθώς ενώ οι δαπάνες θεωρούνται προβλέψιμες δεν ισχύει το ίδιο για τα έσοδα που η πορεία τους θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό και από την ανταπόκριση των φορολογούμενων στις υποχρεώσεις τους με το βάρος να πέφτει στο ποσοστό εισπραξιμότητας του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ