Αύξηση των φόρων στο πετρέλαιο θέρμανσης και το ντίζελ κίνησης, κατάργηση του κοινωνικού τιμολογίου και αντικατάσταση του με απευθείας επιδοτήσεις στους ασθενέστερους και αύξηση στα τέλη υδροδότησης για να αντανακλούν το πραγματικό κόστος ζητάει, μεταξύ άλλων, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης στην έκθεση αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιδόσεων της Ελλάδας.
Παρά τη στροφή του ενεργειακού μείγματος προς καθαρότερα καύσιμα, η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα, αναφέρει η έκθεση, και τονίζει ότι η χώρα αντιμετωπίζει προκλήσεις σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων και των υδάτων, ενώ η ατμοσφαιρική ρύπανση εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Απαιτούνται επίσης προσπάθειες για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της γεωργίας.
Κάνοντας αναφορά στα κοινωνικά τιμολόγια, ο οργανισμός ασκεί κριτική τονίζοντας ότι δεν ήταν αποτελεσματικά ώστε να φθάσουν στους φτωχότερους, ενώ μειώνουν τις επενδυτικές δυνατότητες. «Οι άμεσες πληρωμές, που δεν συνδέονται με τη χρήση ενέργειας ή νερού, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων και την προώθηση μιας περισσότερο αποδοτικής χρήσης των πόρων» επισημαίνει η έκθεση.
Παρά τους πλούσιους πόρους γλυκών υδάτων που διαθέτει η χώρα, η έκθεση σημειώνει ότι πρόκειται να ενταθούν τα ζητήματα λειψυδρίας λόγω της κλιματικής αλλαγής. Μάλιστα η κλιματική αλλαγή μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη, καθώς, όπως τονίζει η έκθεση, μέχρι το τέλος του αιώνα, η βροχή αναμένεται ότι θα μειωθεί μεταξύ 5% και 19% σε όλη την επικράτεια, ενώ η θερμοκρασία του αέρα προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 3 ºC με 4,5 ºC. Οι πρωταρχικοί συναφείς κίνδυνοι είναι η άνοδος της στάθμης των υδάτων και η έλλειψη γλυκών υδάτων.
Η υπέρμετρη άντληση γλυκών υδάτων εξαιτίας της άρδευσης ευνοείται από τη μερική ανάκτηση του κόστους, τις μειωμένες τιμές ηλεκτρικού ρεύματος και τις διαρροές στο σύστημα διανομής νερού. «Προϋποθέσεις για βιώσιμη διαχείριση των υδάτων θα ήταν: οι τιμές να καλύπτουν το κόστος εφοδιασμού και να αντανακλούν την ανεπάρκεια των υδάτων, σε συνδυασμό με αποτελεσματικά γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα», αναφέρεται.
Η άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας ντιζελοκίνητων οχημάτων στα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και η θέσπιση κριτηρίων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στα τέλη κυκλοφορίας ενθάρρυνε τις πωλήσεις των ντιζελοκίνητων οχημάτων, αναφέρει η έκθεση, σημειώνοντας πως το πετρέλαιο κίνησης φορολογείται λιγότερο από τη βενζίνη, παρόλο που είναι πιο ρυπογόνο. «Τα σχεδιαζόμενα κλιμακούμενα τέλη βάσει της απόστασης ανάλογα με τις εκπομπές ρύπων των οχημάτων στους αυτοκινητόδρομους θα συνέβαλαν στην αντιμετώπιση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης», τονίζει σημειώνει η έκθεση.
Τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους αυξήθηκαν ραγδαία φθάνοντας το 3,7% του ΑΕΠ το 2018, ένα από τα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Ωστόσο, παρά την αυξημένη φορολογική επιβάρυνση της ενέργειας, η φορολογική διαφοροποίηση των καυσίμων και των χρήσεών τους δεν αντανακλά την κλιματική επιβάρυνση που προκύπτει από τη χρήση των καυσίμων.
Η ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση των ορυκτών καυσίμων υπονομεύει τα μηνύματα των υψηλότερων τιμών εκπομπών άνθρακα αναφέρει ο ΟΟΣΑ και ως παραδείγματα τέτοιας ευνοϊκής μεταχείρισης αναφέρει τις φοροαπαλλαγές για συγκεκριμένες βιομηχανικές χρήσεις άνθρακα, τους μειωμένους φορολογικούς συντελεστές για το πετρέλαιο θέρμανσης και τις επιδοτήσεις σε παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα.
Επίσης, επισημαίνεται ότι ο στόλος οχημάτων στην Ελλάδα είναι από τους γηραιότερους στην Ευρώπη. Η οικονομική κρίση και τα μειωμένα τέλη κυκλοφορίας για παλαιότερα οχήματα αποτέλεσαν αντικίνητρα για την ανανέωσή του. Το δίκτυο αυτοκινητοδρόμων έχει διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία, ενώ το 2017, οι επενδύσεις στο οδικό δίκτυο αντιστοιχούσαν στο 2,3% του ΑΕΠ, το υψηλότερο επίπεδο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Η έλλειψη όμως σχεδίων για βιώσιμες αστικές μετακινήσεις και η ελλιπής ανάπτυξη ήπιων μέσων μεταφοράς έχουν συμβάλει, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στη συνεχιζόμενη εξάρτηση από τα επιβατηγά ιδιωτικής χρήσης (Ε.Ι.Χ.) οχήματα.
Επιπλέον, σημειώνεται ότι είναι απίθανο να επιτευχθεί ο στόχος του 50% για την επαναχρησιμοποίηση/ανακύκλωση στην Ελλάδα έως το 2020 ενώ όπως τονίζεται το 80% των αστικών αποβλήτων καταλήγει σε χώρους υγειονομικής ταφής.
Τέλος, εξακολουθούν να καταγράφονται ατμοσφαιρικοί ρύποι στις αστικές περιοχές που υπερβαίνουν τα όρια που τίθενται από την νομοθεσία της ΕΕ, με σοβαρές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία. Η Ελλάδα υστερεί στην ανάπτυξη ενός εθνικού προγράμματος ελέγχου της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.