Έντονη ανησυχία στην κυβέρνηση και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς προκαλεί το έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, μέσω του οποίου πληρώνονται οι παραγωγοί ΑΠΕ, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ανέλθει στα 240 εκατ. ευρώ, με την Κομισιόν να επισημαίνει στην τελευταία έκθεση εποπτείας ότι «αποτελεί ανησυχία για το μέλλον», εννοώντας ότι υπονομεύει την προσπάθεια της κυβέρνησης για στροφή στην πράσινη ενέργεια.
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται και ως τώρα δεν έχει απαντηθεί είναι ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο; Οι καταναλωτές; Η ΔΕΗ; Οι ιδιώτες προμηθευτές; Όλοι μαζί; Η εξίσωση είναι δύσκολη και ενέχει πολιτικούς κινδύνους για την κυβέρνηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρξει νέα επιβάρυνση των καταναλωτών.
Σε κάθε περίπτωση, δύο είναι οι υποψήφιοι να πληρώσουν το μάρμαρο. Οι καταναλωτές και συνολικά οι προμηθευτές, με πρώτη φυσικά τη ΔΕΗ. Υπάρχει και μια τρίτη επιλογή: Να αιτηθεί η Ελλάδα κονδύλια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η μεγάλη αύξηση του ελλείμματος το τελευταίο διάστημα συνδέεται άμεσα με τις επιδράσεις της πανδημίας. Επειδή τα έσοδα του ΕΛΑΠΕ συνδέονται με την κατανάλωση ρεύματος, το έλλειμμα προέκυψε από την μεγάλη μείωση μεταξύ Μαρτίου - Ιουνίου, λόγω COVID19, της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, όπως συνέβη άλλωστε και στην Ευρώπη. Όσο μικρότερη είναι η ζήτηση, τόσο μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει.
Η ιδέα να αιτηθεί η Ελλάδα χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης κερδίζει έδαφος στο κυβερνητικό επιτελείο, καθώς αποτελεί μια διέξοδο αποφυγής δυσάρεστων αποφάσεων, ωστόσο ουδείς διαβεβαιώνει ότι αυτή θα εγκριθεί από τις Βρυξέλλες. Και μέχρι να υπάρξει απάντηση από τις Βρυξέλλες, η «τρύπα» θα μεγαλώνει.
Πάντως, οι γνωρίζοντας τα θέματα της ενέργειας τονίζουν ότι η άποψη ότι το έλλειμμα στον ΕΛΑΠΕ προέκυψε λόγω COVID19 είναι η «μισή αλήθεια». Η άλλη μισή συνδέεται με την μείωση του ΕΤΜΕΑΡ, δηλαδή της χρέωσης που πληρώνουν όλοι οι καταναλωτές μέσω των λογαριασμών ρεύματος, και την οποία τον Σεπτέμβριο του 2019 ο Κ. Χατζηδάκης «ψαλίδισε», ακριβώς για να μην φανεί στην τσέπη των καταναλωτών η αύξηση στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων. Ήταν η εποχή όπου δινόταν η μάχη σωτηρίας της ΔΕΗ, γι' αυτό και ουδείς είχε γκρινιάξει για τις αυξήσεις στα τιμολόγια, τις οποίες άλλωστε είχε «εξουδετερώσει» η μείωση στο ΕΤΜΕΑΡ.
Όμως, ένα χρόνο αργότερα, αποδεικνύεται οι ίδιες αποφάσεις που αποδείχθηκαν σωτήριες για τη ΔΕΗ έχουν συμβάλει στη διόγκωση του ελλείμματος στο λογαριασμό για τις ΑΠΕ. Και τώρα το ΥΠΕΝ έχει να λύσει μια δυσεπίλυτη εξίωση: όπως είπε προ ημερών ο υπουργός Ενέργειας, εξετάζεται να μεταφερθεί το ΕΤΜΕΑΡ στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, θεωρείται βέβαιο ότι το κόστος αυτό οι προμηθευτές δεν θα το απορροφήσουν, αλλά θα το μεταφέρουν στους καταναλωτές. Το ίδιο θα κάνει και η ΔΕΗ, που δεν θα άντεχε μια πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση την ώρα που επιχειρείται η εξυγίανσή της.
Παρ' όλα αυτά, η κυβέρνηση εξετάζει το σενάριο να αναγκαστεί η ΔΕΗ να απορροφήσει ένα μέρος της αύξησης του ΕΤΜΕΑΡ. Η ιδέα στηρίζεται στο σκεπτικό ότι, αν ο δεσπόζων παίκτης, που έχει το 70% της αγοράς, απορροφήσει τους κραδασμούς, τότε ποιος ιδιώτης θα τολμήσει να μεταφέρει το επιπλέον αυτό κόστος στους πελάτες του; Αυτόματα οι καταναλωτές, βλέποντας να αυξάνονται τα τιμολόγιά τους, θα αναζητήσουν αλλού προμηθευτή.
Αυτή θα ήταν η ιδεώδης, από πολιτική άποψη, λύση στο πρόβλημα του ΕΛΑΠΕ, αφού δεν θα επιβαρύνονταν οι καταναλωτές. Το τελευταίο αναπάντητο ερώτημα, όμως, είναι σε ποιο βαθμό μπορεί να «σηκώσει» η ΔΕΗ αυτό το νέο βάρος, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η προσπάθεια οικονομικής εξυγίανσης που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, άλλα ήδη εμφανίζει αποτελέσματα και συμβάλλει στην προσέλκυση επενδυτών, όπως έχει γράψει το Business Daily.
Σε κάθε περίπτωση, οι απαντήσεις πρέπει να δοθούν σύντομα, καθώς το για το έλλειμμα του ΕΛΑΠΕ αναμένεται να ασκηθούν έντονες πιέσεις από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, στη διάρκεια της όγδοης αξιολόγησης της οικονομίας, που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, αφού συνδέεται με την εκταμίευση 644 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα.