Αισιόδοξα είναι τα μηνύματα που εισπράττουν τα στελέχη των εταιρειών ακινήτων από το εξωτερικό, αναφορικά με το επενδυτικό ενδιαφέρον για την αγορά ξενοδοχειακών ακινήτων. Μπορεί βραχυπρόθεσμα να επικρατεί ένα γενικότερο «μούδιασμα», ωστόσο, η αίσθηση που επικρατεί αυτή την στιγμή είναι ότι μέχρι το τέταρτο τρίμηνο, η εικόνα θα έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Σημαντικό ρόλο βέβαια προς την εξέλιξη αυτή θα διαδραματίσει η φετινή πορεία του τουριστικού προϊόντος, καθώς, έστω και μια μερική επαναλειτουργία του κλάδου και των ξενοδοχείων θα ενισχύσει αντίστοιχα και την επενδυτική ζήτηση.
Όπως ανέφερε η κ. Νίκη Σύμπουρα, διευθύνουσα σύμβουλος της Cushman & Wakefield Proprius, σε πρόσφατη διαδικτυακή συζήτηση που διοργάνωσε η Prodexpo, «η ενημέρωση που έχουμε από τους συνεργάτες μας στο εξωτερικό είναι ότι υπάρχουν ακόμα και τώρα αρκετοί ξένοι επενδυτές, που ενδιαφέρονται να τοποθετηθούν στην ελληνική αγορά. Σίγουρα βέβαια τους επόμενους μήνες, θα υπάρξει μια κάμψη των αγοραπωλησιών, αλλά πιστεύουμε ότι θα υπάρχει μια ανάκαμψη προς το τέλος του έτους».
Σύμφωνα με την κ. Σύμπουρα, «αυτό που βλέπουμε, είναι ότι ανάλογα με το είδος του επενδυτή, υπάρχει και αντίστοιχος προσανατολισμός ως προς το είδος του ξενοδοχείου που τον ενδιαφέρει. Ενδιαφέρον υπάρχει τόσο για παραθαλάσσια θέρετρα, όπου η Ελλάδα είναι από τους κορυφαίους προορισμούς στην Ευρώπη, μαζί με την Ισπανία και την Πορτογαλία, όσο και για ξενοδοχεία πόλης», τόνιζε η κ. Σύμπουρα.
Ξένες επενδύσεις 1 δισ. σε ακίνητα το 2019
Πάντως, είναι σαφές ότι το 2020 δεν πρόκειται να επαναληφθούν οι επιδόσεις των προηγούμενων ετών, σε ό,τι αφορά την εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό. Με βάση τα στοιχεία της Proprius, το 2019 επενδύθηκαν συνολικά 1 δισ. ευρώ για την απόκτηση ακινήτων στην ελληνική αγορά, τόσο από εγχώριους, όσο και από ξένους θεσμικούς επενδυτές.
Εξ αυτών, το 25%, ή περίπου 250 εκατ. ευρώ αφορούσε αποκλειστικά ξενοδοχειακά ακίνητα, τα οποία αποτέλεσαν τη δεύτερη δημοφιλέστερη κατηγορία ακινήτων μετά από τα κτίρια γραφείων, τα οποία συγκέντρωσαν το 55% των συνολικών επενδύσεων. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι από το 1 δις ευρώ, τα 800 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 80% προήλθε από ξένα επενδυτικά funds, κυρίως ιδιωτικής τοποθέτησης (private equity), αλλά και family offices, δηλαδή εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων από οικογένειες ή άλλους ιδιώτες.
Παύση επενδύσεων
Τα κεφάλαια αυτά θα απουσιάσουν για ένα διάστημα, όχι μόνο από την ελληνική αγορά, αλλά διεθνώς. Όπως τόνισε στην ίδια συζήτηση, ο κ. Πολ Γομόπουλος, επικεφαλής του ελληνικού τμήματος του αμερικανικού ομίλου επένδυσης κι ανάπτυξης ακινήτων Hines, «τα προηγούμενα χρόνια, αρκετά ξένα επενδυτικά funds είτε δεν κοιτούσαν καθόλου την αγορά της Ελλάδας, είτε την θεωρούσαν έναν εξωτικό επενδυτικό προορισμό. Αυτό είχε αλλάξει τους τελευταίους μήνες και αρκετοί ήταν εκείνοι που εξέταζαν συγκεκριμένους επενδυτικούς στόχους και επενδύσεις. Πλέον όμως, μετά την πανδημία, είναι σαφές ότι πλέον δύσκολα θα δούμε αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων, καθώς το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και όχι ελληνικό».
Κατά τον κ. Γομόπουλο, οι επιπτώσεις θα είναι καταρχάς η άμεση πτώση του όγκου των επενδύσεων, καθώς τα περισσότερα από τα ξένα funds, ενδιαφέρονταν κυρίως για επενδύσεις στον ξενοδοχειακό κλάδο. «Το χτύπημα είναι δυστυχώς διπλό, καθώς όχι μόνο υπάρχει αναθεώρηση συνολικά της επενδυτικής στρατηγικής, αλλά επιπλέον τα ξενοδοχεία, που ήταν ο βασικός στόχος των ξένων, θα δεχθούν και το σημαντικότερο πλήγμα», σημείωσε ο κ. Γομόπουλος.
Κατά τον ίδιο, μια από τις βασικές συνέπειες, τουλάχιστον για τα επόμενα 2-3 χρόνια θα είναι η αναβολή ορισμένων επενδυτικών έργων, ανάπτυξης - ανακατασκευής ξενοδοχείων, αλλά και η υποχώρηση των αξιών των ξενοδοχειακών ακινήτων. Αυτό θα συμβεί ακριβώς επειδή και τα έσοδά τους θα είναι πλέον χαμηλότερα, κάτι που έχει άμεση αντανάκλαση και στις αξίες τους. Από την άλλη πλευρά, αυτή η πτώση των αξιών είναι πολύ πιθανό να γεννήσει και νέες επενδυτικές ευκαιρίες, τουλάχιστον για όσους επενδυτές είναι διατεθειμένοι να αυξήσουν το επίπεδο του ρίσκου που προτίθενται να αναλάβουν.