Η ελληνική οικονομία διατηρεί θετική τροχιά ανάπτυξης, με το ΑΕΠ να ενισχύεται κατά 0,6% σε τριμηνιαία και 1,7% σε ετήσια βάση το β΄ τρίμηνο του 2025, με την αύξηση των επενδύσεων παγίων και των εξαγωγών υπηρεσιών να αποτελούν τον βασικό μοχλό της ανάκαμψης, με τον τουρισμό και τις κατασκευές να δίνουν ισχυρή ώθηση.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank στο οικονομικό δελτίο «7 ημέρες οικονομία», η ανεργία συνεχίζει να υποχωρεί, αγγίζοντας ιστορικά χαμηλά και ενισχύοντας την απασχόληση, αν και παραμένουν αδυναμίες, όπως η χαμηλή συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας και η εξάρτηση της απασχόλησης από κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Στον αντίποδα, οι εξαγωγές αγαθών παραμένουν στάσιμες για πάνω από δύο χρόνια, αναδεικνύοντας δομικά προβλήματα ανταγωνιστικότητας. Με το πραγματικό ΑΕΠ να ξεπερνά κατά 11,1% τα προ πανδημίας επίπεδα, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης, όμως η πρόκληση για βιώσιμη ανάπτυξη και ποιοτικές θέσεις εργασίας παραμένει έντονη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του β’ τριμήνου 2025 που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), ο τριμηνιαίος πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή η τριμηνιαία ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), διαμορφώθηκε στο 0,6%, από 0,1% το α’ τρίμηνο 2025, και ο αντίστοιχος ετήσιος, στο 1,7%, από 2,2%.
Στο πιο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού Focus Economics (Σεπ-25), η μέση εκτίμηση της αγοράς (consensus forecast) για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το β’ τρίμηνο 2025 ήταν 0,6% και 1,8% σε τριμηνιαία και σε ετήσια βάση αντίστοιχα. Συνεπώς, η πορεία της ελληνικής οικονομίας το β’ τρίμηνο 2025 ήταν σύμφωνη με το βασικό σενάριο της αγοράς.
Στη θετική πλευρά των αποτελεσμάτων του β’ τριμήνου 2025, συγκαταλέγονται, η αύξηση των επενδύσεων παγίων (7,4% QoQ και 6,5% YoY,) και των εξαγωγών υπηρεσιών (2,6% QoQ και 3,9% YoY).
Η ενίσχυση των επενδύσεων παγίων -τόσο σε τριμηνιαία όσο και σε ετήσια βάση- προήλθε κυρίως από τις κατηγορίες των κεφαλαιουχικών αγαθών των κατοικιών, του μεταφορικού εξοπλισμού και των άλλων κατασκευών.
Η αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών αντανακλά πρωτίστως την καλή πορεία των τουριστικών εσόδων αλλά και τη θετική επίδοση άλλων κλάδων υπηρεσιών πλην των μεταφορών.
Τέλος, στην αρνητική πλευρά των αποτελεσμάτων του β’ τριμήνου 2025, τοποθετείται κυρίως η αναιμική επίδοση των εξαγωγών αγαθών (0,0% QoQ και -1,1% YoY), στοιχείο που χαρακτηρίζει την πορεία αυτής της συνιστώσας δαπάνης του ΑΕΠ τα τελευταία 2,5 χρόνια.
Ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα το ΑΕΠ στο β΄τρίμηνο
Για το σύνολο του α’ εξαμήνου 2025, ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας διαμορφώθηκε στο 2%, υψηλότερος κατά 0,4 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών (ΕΕ-27) και την Ευρωζώνη αντίστοιχα.
Η Μάλτα κατέγραψε την υψηλότερη ανάπτυξη ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (πλην Ιρλανδίας και Λουξεμβούργου) το α’ εξάμηνο 2025 με 3,5%, και ακολούθησαν: η Πολωνία (3,4%), η Βουλγαρία (3,3%), η Κύπρος (3,2%), η Κροατία (3,2%), η Λιθουανία (3,1%), η Ισπανία (2,8%), η Τσεχία (2,5%), η Δανία (2,2%), η Ολλανδία (2,0%), η Ελλάδα (2,0%), η Πορτογαλία (1,8%), η Ρουμανία (1,4%), η Σουηδία (1,1%), το Βέλγιο (1,1%), η Σλοβακία (0,8%), η Γαλλία (0,7%), η Ιταλία (0,6%), η Φινλανδία (0,6%), η Λετονία (0,3%), η Γερμανία (0,2%), η Εσθονία (0,1%), η Σλοβενία (0,1%), η Αυστρία (0,0%) και η Ουγγαρία (-0,1%).
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το β’ τρίμηνο 2025 ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι του δ’ τριμήνου 2019, κατά 11,1%, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη ήταν 6,0%
Συνεχίζεται η υποχώρηση της ανεργίας
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ συνεχίστηκε και το β’ τρίμ. 2025 η πτώση του μη εποχικά προσαρμοσμένου ποσοστού ανεργίας σε ετήσια βάση με ηπιότερους ρυθμούς συγκριτικά με το προηγούμενο τρίμηνο και κατήλθε στο 8,6% από 9,8% ένα έτος νωρίτερα. Ο αριθμός των ανέργων περιορίστηκε κατά 55,9 χιλ., στους 411,7 χιλ. ενώ ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε κατά 59,0 χιλ. (στους 4.386,8 χιλ.), με αποτέλεσμα το εργατικό δυναμικό να αυξηθεί κατά 3,2 χιλ. (στους 4.798,6 χιλ.).
Σημειώνεται πως το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας αυξήθηκε σε ετήσια βάση από το 53,2% στο 53,3% και είναι υψηλότερο από τον μακροχρόνιο μέσο όρο του αλλά παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ-27. Παράλληλα το μη εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας τον Ιούλιο του 2025 περιορίστηκε στο 7,0% από 9,1% τον ίδιο μήνα του 2024.
Εξάλλου με βάση τα στοιχεία των ροών μισθωτής απασχόλησης του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ τον Ιούλιο του 2025 προέκυψε αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων κατά 20,7 χιλ. θέσεις εργασίας (292,3 χιλ. προσλήψεις και 313,0 αποχωρήσεις) ενώ το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2025 το ισοζύγιο ήταν θετικό κατά 319,8 χιλ. θέσεις εργασίας (2.053,0 χιλ. προσλήψεις και 1.733,2 χιλ. αποχωρήσεις).
Την περίοδο β’ τρίμ. 2024-β’τρίμ. 2025 και στα δύο φύλα το ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε, ισχυρότερα στις γυναίκες (-2,0 π.μ., από 12,3% σε 10,3%) αλλά παραμένει υψηλότερο σε αυτές συγκριτικά με τους άνδρες (-0,5 π.μ., από 7,7% σε 7,2%).
Σημειώνεται ότι η διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών περιορίζεται με την πάροδο του χρόνου αλλά το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι πολύ χαμηλό και υπολείπεται σημαντικά αυτού των ανδρών (46,0% έναντι 61,1%).
Επιπλέον, το ποσοστό ανεργίας περιορίζεται με την ηλικία, ενώ σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες το β’ τρίμ. 2025 μειώθηκε σε ετήσια βάση. Η ισχυρότερη μείωση παρουσιάστηκε στους νέους ηλικίας 15-19 ετών (-16,1 π.μ., στο 25,6% από 41,7%) και η ηπιότερη στα άτομα με ηλικία άνω των 65 ετών (-0,1 π.μ. στο 5,4%). Αναφέρεται επίσης ότι το ποσοστό συμμετοχής των νέων ηλικίας 20-24 ετών στην αγορά εργασίας είναι χαμηλότερο του εθνικού ποσοστού (51,6% έναντι 53,3%).
Αναφορικά με το επίπεδο εκπαίδευσης, το β’ τρίμ. 2025 η ισχυρότερη μείωση του ποσοστού ανεργίας παρατηρήθηκε στα άτομα που παρακολούθησαν μερικές τάξεις του Δημοτικού ή δεν πήγαν καθόλου σχολείο καθώς μειώθηκε κατά 14,3 π.μ. (στο 11,0% από 25,3% το β’ τρίμ. 2024). Ωστόσο στα άτομα με απολυτήριο Γυμνασίου και με πτυχίο ανώτατων σχολών το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά 0,9 π.μ. (στο 10,4%) και 0,4 π.μ. (στο 7,3%) αντίστοιχα. Τα άτομα με Διδακτορικό τίτλο εμφανίζουν διαχρονικά το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας και το β’ τρίμ. φέτος περιορίστηκε στο 4,2% από 5,6% πέρυσι.
Σε σχέση με τους μακροχρόνια ανέργους, από το δ’ τρίμ. του 2023 ο αριθμός τους κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω των 300,0 χιλ. και το β’ τρίμ. του τρέχοντος έτους περιορίστηκε σε ετήσια βάση κατά 14,0 χιλ. (στους 234,6 χιλ.) αλλά το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας αυξήθηκε στο 57,0% από το 53,2%.
Κλάδοι και περιφέρειες με την μεγαλύτερη αύξηση απασχόλησης
Σε σχέση με την περιφερειακή διάσταση της ανεργίας, το β’ τρίμ. του τρέχοντος έτους, σε 10 περιφέρειες το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε και σε 3 (Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος) αυξήθηκε.
Η μεγαλύτερη πτώση της εντοπίζεται στα Ιόνια Νησιά (-4,6 π.μ., στο 8,7% από 13,3%) και στην Θεσσαλία (-3,7 π.μ., στο 4,9% από 8,6%), ενώ η μεγαλύτερη άνοδος της στην Πελοπόννησο (+2,9 π.μ., στο 9,0% από 6,1%), με την Κρήτη να παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας (4,1% από 7,3%) μεταξύ των περιφερειών της χώρας.
Τέλος, σε σχέση με την κλαδική διάσταση της απασχόλησης, σε 12 κλάδους παρατηρείται αύξηση της απασχόλησης και σε 9 μείωση. Η μεγαλύτερη αύξηση στην απασχόληση παρουσιάστηκε στους κλάδους Χονδρικού-Λιανικού εμπορίου (+53,6 χιλ., στους 759,9 χιλ. απασχολούμενους), Κατασκευών (+25,0 χιλ. στους 200,5 χιλ.), Επαγγελματικών-Επιστημονικών-Τεχνικών δραστηριοτήτων (+22,7 χιλ., στους 312,4 χιλ.), Μεταποίησης (+21,6 χιλ., στους 429,1 χιλ.) και Εκπαίδευσης (+20,4 χιλ., στους 364,3 χιλ.).
Η ισχυρότερη μείωση της απασχόλησης παρουσιάστηκε στον Πρωτογενή τομέα (-64,8 χιλ., στους 411,9 χιλ. απασχολούμενους) και στους κλάδους Υγείας-Κοινωνικής μέριμνας (-27,6 χιλ., στους 289,4 χιλ.) και Δημόσιας διοίκησης-Άμυνας (-14,5 χιλ. στους 346,6 χιλ.).
Ολοκληρώνοντας, από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει ότι συνεχίζεται η μείωση του ποσοστού ανεργίας καθώς και η άνοδος της απασχόλησης, ενώ ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων για έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο βρίσκεται κάτω από τις 300,0 χιλ. Ωστόσο, οι αδυναμίες στην αγορά εργασίας παραμένουν και αφορούν:
α) το χαμηλό εθνικό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας συγκριτικά με την ΕΕ-27 και το χαμηλότερο, συγκριτικά με το εθνικό, ποσοστό συμμετοχής των γυναικών και των νέων ηλικίας 20-24 ετών,
β) την ενίσχυση της απασχόλησης που προέρχεται κυρίως από κλάδους μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών ή/και από κλάδους που είναι διεθνώς εμπορεύσιμοι αλλά σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εξειδίκευσης
γ) τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού, γεγονός που αποτελεί ένδειξη αναντιστοιχίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας.