Αρκετά προσεκτικός, σε πλήρη αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, για την ελληνική οικονομία, εμφανίστηκε ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν, σε σημερινή συνέντευξη Τύπου, με αφορμή την έκδοση της έκθεσης World Economic Outlook.
Ο κ. Τόμσεν απαντώντας σε ερώτηση για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και με δεδομένο ότι το ΔΝΤ αναμένει ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με την τρίτη ισχυρότερη ύφεση παγκοσμίως, υποστήριξε ότι ήταν μία εξαιρετικά άσχημη στιγμή για την Ελλάδα, με δεδομένο ότι μόλις είχε αρχίσει να αποκομίζει τους καρπούς της επίπονης δημοσιονομικής προσαρμογής των τελευταίων ετών και η οικονομία είχε αρχίσει να ανακάμπτει.
Τόνισε ότι μεγάλο πρόβλημα για την ελληνική οικονομία αποτελεί το γεγονός ότι στηρίζεται σε μεγάλο ποσοστό σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και μεταφορές, οι οποίοι έχουν δεχθεί το σκληρότερο πλήγμα από την πανδημία του κορονοϊού και τα μέτρα περιορισμού που έχουν επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ δεν δίστασε να προβλέψει ότι ορισμένες ΜμΕ πιθανώς να μην κατορθώσουν να επαναλειτουργήσουν μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων.
«Είναι λάθος, όμως, να συγκρίνουμε τις χώρες μεταξύ τους σε ό,τι αφορά το θέμα της πανδημίας. Οι χώρες έχουν διαφορετικές δυνατότητες και κάθε μία αντιδρά βάσει αυτών», υποστήριξε χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με το ζήτημα της επιδείνωσης του ελληνικού χρέους και φυσικά του προφίλ βιωσιμότητάς του, υποστήριξε ότι ακόμη είναι πολύ νωρίς για να υπάρξουν ασφαλείς εκτιμήσεις. «Είναι πολύ νωρίς να γνωρίζουμε τι ακριβώς θα συμβεί με το ελληνικό χρέος. Είναι νωρίς γιατί δεν γνωρίζουμε την ακριβή επίπτωση από τα μέτρα περιορισμού και επίσης τον χρόνο που αυτά θα διαρκέσουν. Όσο περισσότερο διαρκούν τόσο αυξάνονται τα προβλήματα για τους ισολογισμούς όχι μόνο του Δημοσίου αλλά και των νοικοκυριών και φυσικά για τις τράπεζες», ενώ τόνισε ότι –όπως ισχύει για όλες τις οικονομίες - «θα χρειαστεί πολύς χρόνος για επιστροφή στην ανάκαμψη. Σαφώς θα υπάρξει ανάκαμψη αλλά αυτή θα είναι αργή».