Τη μεγάλη απόσταση που έχει διανύσει η Ελλάδα, από τις εποχές των επεισοδιακών διαπραγματεύσεων με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς και το ΔΝΤ για την επιβολή μέτρων λιτότητας επιβεβαιώνει η χθεσινή ανακοίνωση της Κομισιόν για την έγκριση του ελληνικού μεσοπρόθεσμου σχεδίου. Η Επιτροπή εγκρίνει τις οικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις της κυβέρνησης, που είναι σαφώς πιο αισιόδοξες από τις αντίστοιχες των Βρυξελλών, αλλά και «ανάβει πράσινο» σε μια οικονομική πολιτική χωρίς πρόσθετη λιτότητα, αλλά με παροχές και φορολογικές ελαφρύνσεις.
Ουσιαστικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει την κατ' αρχήν έγκρισή της στον οικονομικό σχεδιασμό της κυβέρνησης ως το 2028, περίοδο που καλύπτει και τις εκλογές του 2027, ενώ αφήνει περιθώρια, βάσει του νέου, ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, για πρόσθετα μέτρα παροχών και ελαφρύνσεων, τα οποία θα εξετάζονται κάθε φορά στο πλαίσιο του ετήσιου προϋπολογισμού. Υπενθυμίζεται ότι οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες επιτρέπουν παροχές και ελαφρύνσεις, αλλά μόνο εφόσον επιβεβαιωθεί ότι καλύπτονται από αντίστοιχες αυξήσεις εσόδων ή περικοπές δαπανών, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μην ξεφεύγει από τους αρχικά συμφωνημένους στόχους.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, σε όλες τις σχετικές δηλώσεις τους συνδέουν τις πιθανές πρόσθετες παροχές με την πορεία αύξησης των εσόδων μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ανήκει πλέον στην ομάδα των... καλών μαθητών της ευρωζώνης σε σχέση με την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Είναι μία από τις είκοσι χώρες που έλαβαν έγκριση του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου και μία από τις οκτώ χώρες των οποίων τα σχέδια προϋπολογισμού (Draft Budgetary Plans) αξιολογήθηκαν θετικά, τόσο ως προς τις συστάσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, όσο και στο πλαίσιο τήρησης των ανώτατων ορίων δαπανών. Μάλιστα, η Ελλάδα δεν αξιοποίησε τη δυνατότητα που δίνει το θεσμικό πλαίσιο για παράταση της περιόδου προσαρμογής από τα τέσσερα στα επτά έτη, κάτι που έκαναν πέντε χώρες: Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Ρουμανία και Φινλανδία.
Συμφωνία για παροχές
Σε αντίθεση με άλλες εποχές, όπου η Κομισιόν πίεζε τις ελληνικές κυβερνήσεις για πρόσθετα μέτρα λιτότητας, η έγκριση που δόθηκε στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο ισοδυναμεί με ένα «πράσινο φως» σε πολιτικές στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών και στην αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων και των στεγαστικών αναγκών. Η έγκριση αυτή δίνεται, επειδή η Κομισιόν εκτιμά ότι συνολικά η δημοσιονομική πολιτική θα είναι ισορροπημένη και η Ελλάδα δεν θα ξεφύγει από τους στόχους της.
Ειδικότερα, αξιολογώντας τη δημοσιονομική στρατηγική του σχεδίου, η Κομισιόν σημειώνει ότι:
- Σύμφωνα με την ενδεικτική δημοσιονομική στρατηγική του σχεδίου, οι αναλήψεις υποχρεώσεων για τις καθαρές δαπάνες θα υλοποιηθούν μέσω μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής τόσο στο σκέλος των δαπανών όσο και στο σκέλος των εσόδων του προϋπολογισμού, παράλληλα με τις μεταβαλλόμενες προτεραιότητες της δημοσιονομικής πολιτικής.
- Η δημοσιονομική στρατηγική που καθορίζεται στο σχέδιο περιλαμβάνει μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και στην αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων και των στεγαστικών αναγκών, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η συμμόρφωση με την πορεία αύξησης των καθαρών δαπανών.
- Η πορεία των καθαρών δαπανών επιτρέπει την αύξησή τους κατά 3,3% ετησίως κατά μέσο όρο. Εντός αυτού του περιθωρίου, η Ελλάδα σχεδιάζει να λάβει μέτρα μείωσης των εσόδων, όπως η μείωση των εισφορών κοινωνικής αλληλεγγύης και η κατάργηση του εφάπαξ φόρου για τους αυτοαπασχολούμενους, καθώς και μέτρα αύξησης των δαπανών, με σημαντικότερο τη σταδιακή αύξηση των μισθών του δημόσιου τομέα που προκλήθηκε από τη σχεδιαζόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού.
- Άλλα μέτρα περιλαμβάνουν παρεμβάσεις για τη στήριξη οικογενειών με παιδιά και δράσεις για οικονομικά προσιτή στέγαση και αύξηση του αποθέματος κατοικιών. Ο προσδιορισμός των μέτρων πολιτικής που πρέπει να ληφθούν πρέπει να επιβεβαιωθεί ή να προσαρμοστεί και να ποσοτικοποιηθεί στους ετήσιους προϋπολογισμούς.
Ο κυριότερος κίνδυνος για τα δημοσιονομικά της χώρας, όπως επισημαίνει η Κομισιόν, προέρχεται από τις δικαστικές διεκδικήσεις κατά της Εταιρείας Ακινήτων του Δημοσίου (είναι γνωστό ότι η μεγαλύτερη εξ αυτών προέρχεται από τον ξενοδοχειακό όμιλο Μαντωνανάκη. Όπως τονίζει η Επιτροπή, «υπάρχουν ορισμένοι κίνδυνοι για την εφαρμογή της ενδεικτικής δημοσιονομικής στρατηγικής του σχεδίου, οι οποίοι απορρέουν από εκκρεμείς νομικές υποθέσεις, κυρίως από τις δικαστικές υποθέσεις κατά της δημόσιας εταιρείας ακινήτων, οι οποίες ενδέχεται να συνεπάγονται περιορισμό σε άλλα καθαρά στοιχεία δαπανών».
Έγιναν δεκτές οι ελληνικές προβλέψεις
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Κομισιόν έκανε δεκτές ελληνικές προβλέψεις για σημαντικά μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη, οι οποίες ήταν πιο αισιόδοξες από τις εκτιμήσεις των δικών της υπηρεσιών, κάτι που δείχνει την αναβαθμισμένη αξιοπιστία της κυβέρνησης και επέτρεψε να αυξηθεί ο «χώρος» για παροχές το 2025, αλλά και τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, έγινε δεκτός ένα πιο «χαλαρό» πλάνο αύξησης των καθαρών δαπανών, το οποίο προβλέπει ετήσιες αυξήσεις 3% - 3,7% έως και το 2028 και μια σωρευτική αύξηση αύξηση δαπανών κατά 17,1% ως το τέλος της περιόδου του μεσοπρόθεσμου σχεδίου (πίνακας).
Η Κομισιόν τονίζει, μεταξύ άλλων, σε ό,τι αφορά τις μακροοικονομικές παραδοχές του σχεδίου ότι αυτό βασίζεται σε ένα σύνολο μακροοικονομικών και δημοσιονομικών παραδοχών που διαφέρουν από τις παραδοχές της Επιτροπής που διαβιβάστηκαν στην Ελλάδα στις 21 Ιουνίου 2024. Παρ' όλα αυτά, το σχέδιο, έστω και με επιμέρους επιφυλάξεις, πέρασε τις εξετάσεις της Κομισιόν.
Ειδικότερα, όπως τονίζει η Επιτροπή, το σχέδιο χρησιμοποιεί διαφορετικές παραδοχές για τέσσερις μεταβλητές, δηλαδή την αρχική δημοσιονομική θέση (διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο το 2024), τη δυνητική αύξηση του ΑΕΠ, την καθαρή δημοσιονομική επίπτωση των έκτακτων μέτρων το 2024 και την υποθετική ελαστικότητα των εσόδων.
- Το σχέδιο χρησιμοποιεί πιο επικαιροποιημένα στοιχεία για την αρχική δημοσιονομική θέση και προβλέπει ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 0,6% του ΑΕΠ το 2024, σε σύγκριση με προβλεπόμενο έλλειμμα 1,2% του ΑΕΠ στις προηγούμενες προβλέψεις της άνοιξης του 2024. Αυτό οφείλεται στα υψηλότερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα με βάση τα απολογιστικά στοιχεία και σε ένα πρόσθετο μέτρο δημοσιονομικής πολιτικής για την αύξηση των εσόδων που ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2024. Κατά συνέπεια, η υπόθεση αυτή θεωρείται δεόντως αιτιολογημένη.
- Το σχέδιο υποθέτει ότι η δυνητική αύξηση του ΑΕΠ θα αυξηθεί από εκτιμώμενο 0,6% το 2023 σε 2,5% έως το 2026 και θα μετριαστεί σε 1,5% έως το 2028, κατά μέσο όρο στο 2% κατά την περίοδο προσαρμογής. Σύμφωνα με την προκαταρκτική καθοδήγηση της Επιτροπής, η δυνητική παραγωγή προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,3% κατά μέσο όρο κατά την ίδια περίοδο. Πέραν της περιόδου προσαρμογής, το σχέδιο υποθέτει βραδύτερη δυνητική ανάπτυξη σε σύγκριση με την υπόθεση της Επιτροπής. Συνολικά, η μέση δυνητική ανάπτυξη που υποτίθεται στο σχέδιο για την περίοδο 2025-2038 συνάδει με την υπόθεση της Επιτροπής, αλλά η δυνητική πορεία ανάπτυξης είναι πιο ασταθής.