Η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, με περίπου 10% υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με την ευρωζώνη κατά μέσο όρο. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος για τις τιμές τυποποιημένων επώνυμων προϊόντων σουπερμάρκετ.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – έχουν στόχο μέσω της εκπαίδευσης να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό.
Για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές.
Οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών έχουν μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, η οποία σταδιακά αποκαθίσταται αφενός με την αύξηση των μισθών και αφετέρου με την σταδιακή μείωση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες. Πέραν του πληθωρισμού, ωστόσο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται και στις διαφορές των τιμών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, οι οποίες εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρά την απουσία εμπορικών περιορισμών και την εξάλειψη των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ διάφορες έρευνες καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των ακριβότερων χωρών σε αγαθά όπως το βρεφικό γάλα και τα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων.
Η παρούσα μελέτη ερευνά την εξέλιξη και την επιμονή των διαφορών των τιμών, εστιάζοντας σε 41 κατηγορίες τυποποιημένων επώνυμων προϊόντων σουπερμάρκετ και συγκρίνοντας τις τιμές στην Ελλάδα με τις τιμές σε εννέα άλλες χώρες της ευρωζώνης. Με βάση τις εκτιμήσεις προηγούμενης μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος,1 η τελική (μοναδιαία) τιμή στο ράφι ενός τυποποιημένου επώνυμου προϊόντος σουπερμάρκετ σε μια χώρα εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες: (α) το βαθμό συγκέντρωσης της αγοράς των προμηθευτών, (β) τη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων (σουπερμάρκετ), (γ) τις συνήθειες των καταναλωτών και (δ) άλλες μεταβλητές όπως ΦΠΑ, μισθοί, ενοίκια, ανεργία, κατά κεφαλήν εισόδημα κ.ά.
Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την μεθοδολογία, οι εκτιμήσεις της επίδρασης αυτών των παραγόντων στις τιμές έγιναν με τη χρήση δεδομένων με υψηλό επίπεδο ανάλυσης για τιμές και ποσότητες λιανικής της περιόδου 2009-2011. Στη συνέχεια, το επίπεδο των τιμών το 2023 για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες εκτιμήθηκε προσεγγιστικά με τη χρήση αντίστοιχων δεικτών τιμών καταναλωτή.
Από τη μελέτη προκύπτει ότι, παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει επιτευχθεί την περίοδο 2011-2023, καθώς οι διαφορές των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών έχουν μειωθεί σημαντικά, η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, οι τιμές στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο περίπου 10% υψηλότερες σε σύγκριση με την ευρωζώνη. Οι υψηλές τιμές αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό αυξημένη συγκέντρωση στην αγορά των προμηθευτών, όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές οι οποίες προμηθεύουν την αγορά με εισαγόμενα προϊόντα, στρεβλώσεις στην αγορά της λιανικής, καθώς και διαφορές στις καταναλωτικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα αγορά μικρών συσκευασιών.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις τιμών. Συγκεκριμένα, για την ομάδα προϊόντων με τις υψηλότερες πωλήσεις στο δείγμα, η μείωση τιμών στην Ελλάδα θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 17 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για την ομάδα προϊόντων όπου η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες η μείωση τιμών θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Καθώς στο διάστημα 2011-2023 οι διαφορές στις τιμές μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών του δείγματος μειώθηκαν συνολικά κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, συμπεραίνεται ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού.
Όσον αφορά την αγορά των προμηθευτών, η αύξηση του ανταγωνισμού θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές σε όλα σχεδόν τα προϊόντα της μελέτης, καθώς, για κάθε κατηγορία προϊόντος, ο προμηθευτής με ηγετική θέση στην αγορά κατέχει μεγαλύτερο μερίδιο στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη. Επίσης, περαιτέρω μειώσεις στις τιμές των επώνυμων προϊόντων θα επιτυγχάνονταν από τη μεγαλύτερη διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Τέλος, όσον αφορά την αγορά των σουπερμάρκετ, εκτιμάται ότι μειώσεις τιμών θα μπορούσαν να προέλθουν αφενός μεν από την αύξηση του τοπικού ανταγωνισμού ως προς τον καταναλωτή, αφετέρου δε από τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων (buying groups) ως προς τους προμηθευτές, έτσι ώστε να αντισταθμίζονται οι ολιγοπωλιακές πρακτικές των πολυεθνικών και να επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές χονδρικής.
Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι εκτός από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, υπάρχουν και ποικίλα άλλα είδη που είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές, όπως τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής και υπηρεσίες τα οποία είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα. Για ένα μεγάλο μέρος προϊόντων αυτού του είδους η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές. Ως εκ τούτου, μικροί τοπικοί παραγωγοί ενδέχεται να μην ακολουθούν τις ίδιες στρατηγικές τιμολόγησης όπως στην περίπτωση πολλών επώνυμων προϊόντων που παράγονται από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, μεταξύ άλλων και στα είδη διατροφής, και παραμένει σε μεγάλο βαθμό (της τάξης του 80%) εισαγόμενος.