Η μεγάλη απόκλιση σε όρους ποσοστού ανεργίας ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και τους μέσους όρους της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης μειώθηκε σημαντικά τα 10 τελευταία χρόνια, εντούτοις, εξακολουθεί να είναι υψηλή αναδεικνύοντας την ύπαρξη δομικών προβλημάτων στην ελληνική αγορά εργασίας (π.χ. αναντιστοιχίες ανάμεσα στη ζήτηση εργασίας εκ μέρους των επιχειρήσεων και την προσφορά εργασίας εκ μέρους των νοικοκυριών), σύμφωνα με την τακτική εβδομαδιαία έκθεση της Eurobank «7Ημέρες Οικονομία»
Σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 10,6% του εργατικού δυναμικού τον Μαϊ-24 από 10,7% τον Απρ-24 και 11,2% τον Μαϊ-23.
Δηλαδή, η «φωτογραφική» απεικόνιση της ελληνικής αγοράς εργασίας τον Μαϊ-24 δείχνει ότι για κάθε 100 άτομα που ανήκουν στο εργατικό δυναμικό ( = απασχολούμενοι + άνεργοι) περίπου 10 με 11 δεν εργάζονται αλλά αναζητούν εργασία. Ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (ΕΕ-27) η Ισπανία εμφάνισε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας με 11,7% και ακολούθησαν (εξαιρουμένων των οικονομιών της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου): Ελλάδα (10,6%), Φινλανδία (8,2%), Σουηδία (8,2%), Λιθουανία (7,7%), Εσθονία (7,4%), Γαλλία (7,4%), Ιταλία (6,8%), Λετονία (6,7%), Πορτογαλία (6,5%), Ευρωζώνη (6,4%), ΕΕ-27 (6,0%).
Η ετήσια μείωση του μέσου ποσοστού ανεργίας επιβραδύνθηκε στις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το 5μηνο Ιαν-Μαϊ-24 από 1,7 ποσοστιαίες μονάδες το 5μηνο Ιαν-Μαϊ-23. Αυτό το στοιχείο αποτελεί μια ένδειξη ότι το ποσοστό ανεργίας το 2024 ίσως μειωθεί βραδύτερα σε ετήσια βάση σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, κάτι που αποτυπώνεται και στις τρέχουσες εκτιμήσεις επίσημων οργανισμών.