Υψηλότερα ακόμη και από τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις διαμορφώθηκε το πρωτογενές πλεόνασμα το 2023, καθώς έφθασε στο 1,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση των δημοσιονομικών μεγεθών που έδωσαν στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat και διαμορφώθηκε στα 4,01 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι στον προϋπολογισμό του περασμένου έτους ο στόχος ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,1% του ΑΕΠ.
Όπως, δε, τονίζει σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, σε σχέση με τους στόχους του Προϋπολογισμού 2024 παρατηρήθηκε υπέρβαση καθαρών φορολογικών εσόδων ύψους 292 εκατ. ευρώ το τελευταίο τρίμηνο του 2023 και ύψους 647 εκατ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024, που καταγράφονται δημοσιονομικά στο έτος 2023, ενώ παρατηρήθηκε συγκράτηση των δαπανών των φορέων γενικής Κυβέρνησης ύψους 602 εκατ. ευρώ.
Το θετικό αυτό αποτέλεσμα αποδεικνύει τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τα σταδιακά οφέλη από τη μείωση της φοροδιαφυγής. Είναι ενδεικτικό ότι τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2024, τα 397 εκατ. ευρώ εκ των 647 εκατ. ευρώ που ήταν η υπέρβαση των στόχων, προήλθαν από την καταβολή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.
Σύμφωνα με το υπουργείο η υπέρβαση του στόχου αναφορικά με το πρωτογενές πλεόνασμα έχει αντανάκλαση σε 4 πεδία:
- Πρώτον, στην ταχύτερη μείωση του δημοσίου χρέους. Με βάση το ανωτέρω αποτέλεσμα, ο λόγος Χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε από 172,7% το 2022 σε 161,9% το 2023.
- Δεύτερον, στη δημιουργία μιας καλύτερης αφετηρίας για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων του 2024, παρά τις διεθνείς αναταράξεις και την επιβράδυνση των διεθνών και ευρωπαϊκών ρυθμών ανάπτυξης,
- Τρίτον, στη δημιουργία περισσότερων περιθωρίων ευελιξίας αναφορικά με τον 4ετή δημοσιονομικό προγραμματισμό της χώρας λόγω της συγκράτησης του χρέους.
- Τέταρτον, το αποτέλεσμα αυτό στέλνει ένα ισχυρό σήμα στις διεθνείς αγορές ότι η ελληνική οικονομία ισχυροποιείται και αναπτύσσεται πέραν των στόχων, παρά τις δυσκολίες και τα έκτακτα γεγονότα που αντιμετώπισε η χώρα (φυσικές καταστροφές, διεθνείς κρίσεις, διπλές εθνικές εκλογές κ.λπ.) κατά το προηγούμενο έτος.
Σε ό,τι αφορά το έλλειμμα και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, διαμορφώθηκε στο 1,6% του ΑΕΠ (από 2,5% το 2022) ενώ για το σύνολο της ευρωζώνης υποχώρησε οριακά στο 3,6% του ΑΕΠ για το 2023 από 3,7% που ήταν το 2022 και για την ΕΕ αυξήθηκε στο 3,5% του ΑΕΠ (από 3,4%).
Το 2023, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, εκτός από την Κύπρο και τη Δανία (και οι δύο +3,1%), την Ιρλανδία (+1,7%) και την Πορτογαλία (+1,2%), ανέφεραν έλλειμμα. Τα υψηλότερα ελλείμματα καταγράφηκαν στην Ιταλία (-7,4%), την Ουγγαρία (-6,7%) και τη Ρουμανία (-6,6%). Έντεκα κράτη μέλη είχαν ελλείμματα υψηλότερα του 3% του ΑΕΠ.
Αποκλιμάκωση του χρέους
Τα στοιχεία τόσο της ΕΛΣΤΑΤ όσο και της Eurostat επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών με σημαντική αποκλιμάκωση του χρέους όχι σε απόλυτους αριθμούς αλλά ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αποτέλεσμα και του πολύ καλού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Σύμφωνα με αυτά το χρέος υποχώρησε στο 161,9% του ΑΕΠ από 172,7% που ήταν το 2022, ενώ έφθασε στα 356,7 δισ. ευρώ από 356,8 δισ. το 2022, καθώς το ελληνικό ΑΕΠ το 2023 αυξήθηκε στα 220,3 δισ. ευρώ έναντι 206,6 δισ. ευρώ το 2022.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα αναρριχήθηκε στη δεύτερη θέση, σε ό,τι αφορά τον ρυθμό μείωσης του χρέους, με κορυφαία χώρα να αναδεικνύεται η Πορτογαλία.
Παράλληλα στο τέλος του 2023, τα χαμηλότερα ποσοστά δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ καταγράφονται στην Εσθονία (19,6%), τη Βουλγαρία (23,1%), το Λουξεμβούργο (25,7%), τη Δανία (29,3%), τη Σουηδία (31,2%) και τη Λιθουανία (38,3%). Δεκατρία κράτη μέλη είχαν δείκτες δημόσιου χρέους άνω του 60% του ΑΕΠ, με τους υψηλότερους να καταγράφονται στην Ελλάδα (161,9%), την Ιταλία (137,3%), τη Γαλλία (110,6%), την Ισπανία (107,7%) και το Βέλγιο (105,2%).
Το 2023, οι δημόσιες δαπάνες στη ζώνη του ευρώ αντιστοιχούσαν στο 50,0% του ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα στο 46,4%. Τα ποσοστά για την ΕΕ ήταν 49,4% και 45,9%, αντίστοιχα. Οι δείκτες δημόσιων εσόδων και δαπανών μειώθηκαν τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στην ΕΕ, σε σύγκριση με το 2022.