Οι μηδενικές τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ προβληματίζουν έντονα τους επενδυτές του κλάδου, ειδικότερα τους μικρότερους παραγωγούς που κάνουν λόγο ακόμα και για κλείσιμο των μονάδων τους αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες της αγοράς.
Η μεγάλη προσφορά πράσινης ενέργειας όχι μόνο «βραχυκυκλώνει» το σύστημα μεταφοράς, τονίζουν ειδικοί, αλλά ξεπερνάει κατά πολύ τις συνολικές ανάγκες της χώρας για ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα τα έσοδα των παραγωγών να είναι πολύ χαμηλότερα απ΄ό,τι είχαν υπολογιστεί στα επιχειρησιακά τους σχέδια.
Πρόκειται για ένα πρόβλημα που δεν λύνεται με την ενσωμάτωση των αποθηκευτικών μέσων στο δίκτυο, τόνισε ο Ηλίας Κακιόπουλος, Γενικός Γραμματέας της Ελληνικός Σύνδεσμος Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων (ΕΣΜΥΕ), σε δηλώσεις του χθες σε ημερίδα που διοργανώθηκε από τον Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ).
«Έχουμε μια αγορά που υπερθερμαίνεται. Κατασκευάζονται ΑΠΕ που με κάποιον τρόπο πρέπει να αποσβένονται. Παρόλα αυτά, το έσοδο αρχίζει και εκμηδενίζεται ενώ παράλληλα έχεις μια ζήτηση που όχι μόνο δεν αυξάνεται αλλά μειώνεται», υπογράμμισε ο ίδιος.
Λόγω του καλού καιρού που σημειώθηκε στην Ελλάδα τον Απρίλιο, αυξάνονται οι ώρες της ημέρας όπου οι τιμές της χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας από τις ΑΠΕ είναι μηδενικές, σε μια τάση που αναμένεται να συνεχιστεί.
Παρά ταύτα, σημειώνεται ότι οι τιμές για τα νοικοκυριά παραμένουν κολλημένες στο 9-13 σεντς ανά κιλοβατώρα. Τον Απρίλιο, μάλιστα, ο ΔΕΔΔΗΕ επέβαλε στους καταναλωτές ένα κόστος της τάξεως των 500 εκατ για να καλυφθούν οι απώλειες του δικτύου, τεχνικές και μη τεχνικές (δηλαδή, ρευματοκλοπές), σε μια επιβάρυνση που θα συνεχίσει να επιβάλλεται και τους επόμενους μήνες.
Οι λύσεις
Ανάμεσα στις λύσεις που συζητούνται για την διαχείριση της πλεονάζουσας ηλεκτρικής ενέργειας είναι η εξαγωγή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ωστόσο, τον τελευταίο καιρό παρατηρούνται αρνητικές τιμές και σε άλλες χώρες όπως η Βουλγαρία και η Γερμανία, κάνοντας αυτό το εγχείρημα λιγότερο ελκυστικό.
«Η προσωπική μου άποψη είναι να παγώσουν όλα τα έργα ΑΠΕ, ακόμα και αυτά που έχουν πάρει όρους σύνδεσης. Αφού δεν υπάρχει ζήτηση», δήλωσε ο Ανδρέας Πετροπουλέας, Διευθυντής Διαχείρισης Ενέργειας, Elpedison και Πρόεδρος της Επιτροπής Ηλεκτρισμού του ΙΕΝΕ.
Υπενθυμίζεται ότι η εγκατεστημένη ισχύς ΑΠΕ στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή ανέρχεται στα 11,9 GW, ενώ προβλέπεται να αυξηθούν στα 23,5 GW με βάση τους όρους σύνδεσης, δείχνοντας ότι η μεγάλη προσφορά θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο.
Μια ακόμα πρόταση που προωθείται και νομοθετικά από την κυβέρνηση είναι η ενσωμάτωση των αποθηκευτικών μέσων που θα οδηγήσουν σε μια εξομάλυνση της προσφοράς. Όμως, λόγω της ανεπαρκούς ζήτησης θα συνεχίζεται η πτωτική πορεία των τιμών, εξηγεί ο κ. Κακιόπουλος.
«Η αύξηση της ζήτησης είναι μονόδρομος. Πώς θα γίνει αυτό σε μια χώρα που βασίζεται σε τουρισμό και στην εστίαση και όχι στην βιομηχανία; Η ηλεκτροκίνηση είναι μια λύση, πλην όμως μακρινή, δηλαδή η αύξηση της προσφοράς της ΑΠΕ έρχεται νωρίτερα από την αύξηση της ζήτησης της ηλεκτροκίνησης. Άρα, θα πρέπει να επιταχυνθούν οι λύσεις στην ηλεκτροκίνηση που θα κάνουν μετάπτωση της κατανάλωσης ενέργειας από τα ορυκτά καύσιμα των μεταφορών σε ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ για τις μεταφορές», αναφέρει ο ίδιος.
«Όλη η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να προσαρμοστεί στο να αυξήσει τη ζήτηση με τρόπο βιώσιμο για να μπορούν οι μονάδες που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, να έχουν καταναλωτή που μπορεί να καταναλώσει το προϊόν τους σε μια τιμή που θα αποσβένει τις μονάδες και θα δημιουργεί ένα εύλογο κέρδος. Όπως είναι σήμερα η αγορά, είναι σίγουρο ότι οι πολύ μικροί παραγωγοί ΑΠΕ θα έχουν δυσκολίες επιβίωσης», σύμφωνα με τον κ. Κακιόπουλο.