Αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,5% (εκτιμάται ότι μετά την αναβάθμιση η οικονομία συγκλίνει στο νέο σημείο ισορροπίας σε περίπου 6 χρόνια), μόνιμη μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά περίπου 70 μονάδες βάσης- την περίοδο τρεις μήνες πριν έως και τρεις μήνες μετά την αναβάθμιση- και σταθεροποιητική επίδραση τόσο στον τραπεζικό τομέα όσο και στην πραγματική οικονομία, επιφέρει η ανάκτηση από τη χώρα της επενδυτικής βαθμίδας.
Αυτό εκτιμούν οι ερευνητές της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τραπέζης της Ελλάδος και σύμφωνα επίσης με τους ίδιους η σημαντική αύξηση της ζήτησης από τους επενδυτές που καταγράφηκε στην τελευταία έκδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ήταν αναμενόμενη. Καθώς, εφόσον ένας εκδότης ομολόγων, όπως το ελληνικό δημόσιο, αξιολογηθεί στην επενδυτική κατηγορία, δίνεται η δυνατότητα σε μια τεράστια δεξαμενή κεφαλαίων να επενδύσουν στα ομόλογά του.
Έτσι, στη συγκεκριμένη έκδοση, όπως ανέφερε και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, υπήρξαν ορισμένα σημαντικά ρεκόρ: π.χ. μετά το 2010 το μεγαλύτερο ποσό έκδοσης 10ετούς, με το μεγαλύτερο βιβλίο προσφορών και το χαμηλότερο spread.
Επιλέον, η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία έχει και άλλες σημαντικές μακροοικονομικές επιδράσεις, όπως αύξηση και μείωση της μεταβλητότητάς του κατά 0,48%. Η μεταβλητότητα αναφέρεται στις απρόβλεπτες διαταραχές όπως παγκόσμιες κρίσεις, φυσικές καταστροφές ή απρόβλεπτες γεωπολιτικές εξελίξεις που μπορούν να προκαλέσουν αιφνίδιες και έντονες αλλαγές στην οικονομία, επηρεάζοντας σημαντικά τα επίπεδα παραγωγής, την καταναλωτική δαπάνη, τις επενδύσεις και την απασχόληση. Συνάγεται, συνεπώς, ότι η αναβάθμιση αυξάνει την ανθεκτικότητα τόσο του χρηματοπιστωτικού τομέα, όσο και της πραγματικής οικονομίας, αφού περιορίζει την αύξηση της μεταβλητότητας που προκαλούν τυχόν εξωγενείς διαταραχές.
Σημειώνεται ότι οι ερευνητές Μαριάνθη Αναστασάτου, Χιόνα Μπαλφούσια, Ζαχαρίας Μπραγουδάκης, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Πέτρος Μηγιάκης, Δημήτρης Παπαγεωργίου και Παύλος Πέτρουλας, δημοσίευσαν σχετική μελέτη στο 58ο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τραπέζης της Ελλάδος με θέμα «Οι επιδράσεις της πιστοληπτικής αναβάθμισης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία». Για να καταλήξουν στα προαναφερθέντα συμπεράσματα, χρησιμοποίησαν και ένα μεγάλο και αντιπροσωπευτικό διεθνώς δείγμα οικονομιών, τόσο αναπτυσσόμενων όσο και ανεπτυγμένων, ορισμένες εκ των οποίων αναβαθμίστηκαν στο διάστημα 2000- 2022. Γεωγραφικά, το δείγμα καλύπτει:
- την Ευρώπη (π.χ. το σύνολο των οικονομιών της ευρωζώνης, άλλες οικονομίες της ΕΕ, όπως Σουηδία, Δανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Τσεχία και ευρωπαϊκές οικονομίες εκτός ΕΕ, όπως Ην. Βασίλειο, Ελβετία, Νορβηγία),
- τη Βόρεια Αμερική (τις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Μεξικό), τη Νότια Αμερική (οικονομίες όπως Χιλή, Βραζιλία, Αργεντινή, Κόστα Ρίκα, Παναμάς κ.ά.),
- την Ασία και τον Ειρηνικό (π.χ. Κίνα, Ιαπωνία, Ν. Κορέα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Ινδονησία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, κ.ά.),
- ορισμένες οικονομίες της Αφρικής για τις οποίες υπάρχει διαθεσιμότητα στοιχείων (όπως Αίγυπτος, Μαρόκο, Τυνησία, αλλά και Ζάμπια, Κένυα, Νιγηρία και Νότια Αφρική), και
- της Μέσης Ανατολής (π.χ. Ιορδανία, Ισραήλ, Λίβανος).
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και το γεγονός ότι οι ερευνητές αναφέρουν στο ΑΠΕ- ΜΠΕ πως η αναβάθμιση δεν θα πρέπει να λειτουργήσει εφησυχαστικά, ιδίως καθώς η διαβάθμιση του ελληνικού δημοσίου υπολείπεται της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης των χωρών της ευρωζώνης.
Απαιτείται, τονίζουν, υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας, ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού δημοσίου. Η συνετή δημοσιονομική διαχείριση θα συμβάλλει στην περαιτέρω υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ και την ενίσχυση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μακροπρόθεσμα.
Επεσήμαναν, παράλληλα, ότι θα πρέπει να συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να επιταχυνθεί η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων του NGEU, οι οποίοι θα πρέπει να κατευθυνθούν προς επενδύσεις σε εξαγωγικούς τομείς και τομείς υψηλής τεχνολογίας, καθώς και σε υποδομές για την ανάπτυξη αυτών των τομέων, ώστε να ενισχυθούν η παραγωγικότητα και οι ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, αναμένεται η διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας και είναι εφικτή η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας στο μέλλον.