Υψηλό βαθμό πολιτικού κινδύνου έχει πλέον η προσπάθεια της κυβέρνησης να ανοίξει δημοσιονομικό χώρο για νέες ελαφρύνσεις με τη μείωση του στόχου για το πλεόνασμα από το 2021, καθώς οι δραματικές πολιτικές εξελίξεις στην Γερμανία αυξάνουν τις αμφιβολίες για το αν μπορεί να ανάψει το γερμανικό Κοινοβούλιο πράσινο φως το τέλος του έτους σε αυτή τη σημαντική διευκόλυνση για την Αθήνα.
Μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό Spiegel, ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, προανήγγειλε πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με επαφές στο Βερολίνο αυτόν ή τον επόμενο μήνα, για το θέμα του πλεονάσματος («για να συζητήσουμε τις αποφάσεις και τις προτεραιότητές μας με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση», όπως λέει χαρακτηριστικά). Ο κ. Σταϊκούρας εμφανίζεται αισιόδοξος για τη γερμανική στάση, σημειώνοντας ότι «σε όλες τις συναντήσεις του Eurogroup στις οποίες παρέστην, δεν υπήρξε καμία στην οποία η Γερμανία να μην υποστηρίζει τις ελληνικές ανησυχίες. Έχουμε αξιόπιστα επιχειρήματα και έχουμε κερδίσει αξιοπιστία».
Όμως, το πολιτικό περιβάλλον στη Γερμανία έχει επιβαρυνθεί έντονα το τελευταίο διάστημα και είναι πολύ αμφίβολο αν είναι κατάλληλο για να εγκριθεί το αίτημα για τα πλεονάσματα. Μετά τα πρωτοφανή γεγονότα στο κρατίδιο της Θουριγγίας, όπου ξέσπασε σάλος για τη συνεργασία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) με το ακροδεξιό Afd για την εκλογή τοπικής κυβέρνησης, άνοιξε διάπλατα η «μάχη» για τη διαδοχή της Μέρκελ, όπως σημειώνει το Bloomberg, καθώς «κάηκε» πολιτικά η επικεφαλής του κόμματος και εκλεκτή της Μέρκελ, υπουργός Άμυνας Άνεγκρετ Κραμπ – Καρενμπάουερ. Η Μέρκελ δεν έχει αλλάξει την απόφασή της να αποσυρθεί, το αργότερο το 2021 και πλέον αρχίζει μια σκληρή «μάχη» για την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος με αβέβαιη κατάληξη.
Οι πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονται στην Γερμανία παρακολουθούνται στενά από τα κυβερνητικά στελέχη στην Αθήνα, καθώς επηρεάζουν ευθέως την προσπάθεια για την έγκριση μιας μείωσης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,5% σε 2,5% το 2021 και το 2022, ώστε η κυβέρνηση να βρει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για να εφαρμόσει τα σχέδιά της για νέες ελαφρύνσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη έχει διαμηνυθεί από το Βερολίνο στην Αθήνα ότι θα ήταν καλύτερα να μην υποβληθεί το ελληνικό αίτημα πολύ γρήγορα, δηλαδή μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2020, αλλά να αφεθεί για το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους, καθώς ακόμη και πριν την τελευταία κορύφωση της πολιτικής κρίσης η κυβέρνηση συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών αντιμετώπιζε μεγάλες πολιτικές δυσκολίες, λόγω της κρίσης στο SPD, και θα ήταν δύσκολο να προωθήσει στη Βουλή το αίτημα για χαλάρωση των κανόνων για την Ελλάδα, έχοντας να αντιμετωπίζει και την εκ δεξιών αμφισβήτηση από τους πιο συντηρητικούς βουλευτές των Χριστιανοδημοκρατών, το φιλελεύθερο FDP και το ακροδεξιό AfD.
Τι συμφωνήθηκε με την Κομισιόν
Σε αυτό το πλαίσιο, κατά την επίσκεψη του επιτρόπου Οικονομικών, Πάολο Τζεντιλόνι, στην Αθήνα, συμφωνήθηκε να ακολουθήσει η Ελλάδα μια βήμα προς βήμα προσέγγιση στον τελικό στόχο για την κατάκτηση δημοσιονομικού χώρου. Δηλαδή, να προωθήσει αρχικά, μέσα στο πρώτο εξάμηνο, τα πιο «ανώδυνα» αιτήματα, όπως η χρήση κεφαλαίων από τις επιστροφές κερδών του Ευρωσυστήματος για επενδυτικούς σκοπούς, ο μηχανισμός εξομάλυνσης (μεταφορά υπερπλεονασμάτων σε επόμενα έτη) και η εξαίρεση από τον υπολογισμό του ελλείμματος των δαπανών για το προσφυγικό.
Προϋπόθεση για να προχωρήσουν χωρίς πολιτικές εμπλοκές οι αξιολογήσεις αυτών των αιτημάτων από το Eurogroup του Μαρτίου και του Ιουνίου είναι να έχουν ολοκληρωθεί χωρίς δυσμενείς παρατηρήσεις από τους Θεσμούς οι δύο, διαδοχικές αξιολογήσεις, στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης. Εφόσον όλα πάνε καλά, όπως προβλέπει η «συμφωνία κυρίων» με την Κομισιόν, το αίτημα για τη μείωση του στόχου για το πλεόνασμα θα μπορούσε να αρχίσει να συζητείται τον Σεπτέμβριο, όταν θα αρχίσει η επεξεργασία του προϋπολογισμού του 2021.
Μέχρι τότε, η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα έχει βρεθεί κάποιο σημείο εσωτερικής ισορροπίας στα πολιτικά πράγματα της Γερμανίας, ώστε να γίνει περισσότερο προβλέψιμη και η διαδικασία έγκρισης της συμφωνίας για το πλεόνασμα από το γερμανικό Κοινοβούλιο. Το γεγονός, όμως, ότι η «κούρσα διαδοχής» της Μέρκελ, που φαινόταν ότι έχει τελειώσει με την επιλογή της υπουργού Άμυνας ως διαδόχου, έχει αρχίσει πάλι και μάλιστα σε κλίμα πολύ υψηλής πολιτικής έντασης, δημιουργεί έντονη αβεβαιότητα για την έκβαση του εγχειρήματος.
Παρέμβαση Σταϊκούρα μέσω Spiegel
Ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, στην εκτενή συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό Spiegel, έθεσε ανοικτά το ζήτημα των πλεονασμάτων, λέγοντας πως η χώρα χρειάζεται περισσότερο δημοσιονομικό χώρο και ότι η κυβέρνηση ζητεί με καλά επιχειρήματα τη μείωση του στόχου.
«Θέλουμε περισσότερα οικονομικά περιθώρια τα επόμενα δύο χρόνια για την εφαρμογή των πολιτικών μας», τονίζει σχετικά ο υπουργός Οικονομικών. «Για να γίνει αυτό, θέλουμε να μειώσουμε τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Το απαιτούμε αυτό με έμφαση και με καλά επιχειρήματα. Αυτοί οι στόχοι καθορίστηκαν με βάση ορισμένες υποθέσεις σχετικά με τη διατηρησιμότητα του χρέους. Εάν αλλάξουν αυτές οι υποθέσεις, όπως ο ρυθμός ανάπτυξης και το κόστος χρηματοδότησης, δεν βλέπω κανένα λόγο να μην προσαρμοσθούν και οι στόχοι των πλεονασμάτων. Αυτό θα σήμαινε περισσότερη ανάπτυξη, δηλαδή ό,τι θέλουν όλοι στην Ευρώπη», πρόσθεσε.