Διορθωτικούς τιμοκαταλόγους θα αναγκαστούν σύντομα να εκδώσουν αρκετές εταιρείες, ιδιαίτερα του κλάδου των τροφίμων, εφόσον νομοθετηθεί ως αθέμιτη εμπορική πρακτική, η fake προσφορά προϊόντων που πωλούνται με την μορφή του «1+1», «2+1» και «3+1» ως «δώρο».
Όπως επεσήμανε και χθες το BD ως fake προσφορά θεωρείται η πώληση για μεγάλο χρονικό διάστημα – αρκετών μηνών - με την ίδια προσφορά. Πηγές της αγοράς με τις οποίες συνομίλησε το BD ανέφεραν ως ενδεικτικές τέτοιες περιπτώσεις στο γιαούρτι («2+1 δώρο»), στον τόνο («2+1 δώρο»), στα αποσμητικά και στις οδοντόκρεμες («1+1 δώρο») στα σαπούνια («3+1 δώρο») και στις φρυγανιές με σταθερή προσφορά τα 60 λεπτά στη συσκευασία.
Το θέμα όμως δεν είναι απλό. Εφόσον νομοθετηθεί αυτός ο τρόπος πώλησης ως αθέμιτη εμπορική πρακτική, οι εταιρείες οι οποίες την εφαρμόζουν εδώ και πολλά χρόνια, πρέπει ή μειώσουν τις τιμές κατά 50%, 33% ή 25% των προϊόντων ή θα πρέπει να ανατιμήσουν τα προϊόντα τους για να επιβεβαιώσουν ότι η προσφορά την οποία έκαναν ήταν πραγματική! Όμως, οι εξαρτώμενες πωλήσεις από τις προαναφερόμενες «προσφορές» δεν είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθούν.
Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, το "every day low price" που θα ισχύσει σ΄ αυτές τις περιπτώσεις ευνοεί κατά τεκμήριο τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας – τα οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά προϊόντα "every day low price", δηλαδή θα αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Δεύτερον, θα έχει την δυνατότητα ο καταναλωτής να κάνει επιλογές αγοράς από διαφορετικές μάρκετ του ιδίου προϊόντος – αντί πχ για τρία κυπελάκια γιαουρτιού της ίδιας μάρκας μπορεί να πάρει δύο από την μία και ένα από την άλλη μάρκα. Είναι προφανές ότι υπάρχει ο κίνδυνος της μικρής ή μεγαλύτερης απώλειας πωλήσεων.
Βέβαια υπολογίζεται ότι περίπου 5 δισ. ευρώ πωλήσεις των σούπερ μάρκετ προέρχονται από προσφορές. Το ποσό είναι τεράστιο. Η Ελλάδα είναι ίσως από τις ελάχιστες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τέτοιο μεγάλο αριθμό προσφορών. Κι είναι γεγονός ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 – όταν ακόμη υφυπουργός Εμπορίου ήταν ο κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδης – αρκετοί υπουργοί Ανάπτυξης σε περιόδους έξαρσης της ακρίβειας, «γοητεύτηκαν» από τον «πειρασμό» του "every day low price" και επιχείρησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να καταργήσουν ή έστω να περιορίσουν δραματικά τις προσφορές των καταναλωτικών προϊόντων. Πριν από τον υπουργό Ανάπτυξης κ. Κώστα Σκρέκα, το αποπειράθηκε η Λούκα Κατσέλη.
Ωστόσο οι υπουργοί δεν το κατόρθωσαν και οι σχεδιασμοί τους έμειναν αποτυπωμένοι μόνο επί χάρτου. Πλέον, με την καταγραφή τους στον κατάλογο των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών της προαναφερόμενης μορφής προσφορών, αλλά περιπτώσεων που ένα κατάστημα – μικρό ή μεγάλο – διαφημίζει μειώσεις τιμών πχ ως 70% και η συντριπτική πλειονότητα των προϊόντων που βρίσκονται σε έκπτωση είναι μέχρι 20% ή 30%, είναι ενδεικτικές των περιορισμών που η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης σκοπεύει να επιβάλει.