Οι λειτουργοί της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα θεωρούν ότι στην πλειονότητά τους διαθέτουν πολύ καλά επίπεδα δεξιοτήτων στην πληροφορική σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα που διενεργήθηκε από την Ipsos για λογαριασμό του Ιδρύματος Vodafone και παρουσιάστηκε χθες Πέμπτη σε ειδική εκδήλωση.
Επιπλέον, αν και διαπιστώνουν ότι δεξιότητες, όπως η υπευθυνότητα, η εξοικείωση με τα ψηφιακά μέσα, η προσαρμοστικότητα και η ευελιξία θεωρούνται οι πιο σημαντικές σε μια ψηφιακή κοινωνία, αναγνωρίζουν όμως ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ της συνάφειας ορισμένων ικανοτήτων και της ικανότητας των σχολείων να τις προάγουν όπως πρέπει.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, που διενεργήθηκε σε 11 Ευρωπαϊκές χώρες και πιο συγκεκριμένα σε Αλβανία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Τουρκία, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί (75%) αναφέρουν ότι έχουν προχωρημένο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων (επίπεδο ηγέτη-/ειδικού), ενώ μόνο το 24% θεωρεί τον εαυτό του αρχάριο ή άτομο με χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων. Επιπλέον, στην πλειονότητά τους (76%) βαθμολογούν την ποιότητα της υποδομής πληροφορικής στα σχολεία τους ως μέτρια ή χαμηλή.
Ως πηγή γνώσης, ιδεών και έμπνευσης για τους εκπαιδευτικούς είναι το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε σχέση με τις ήπιες δεξιότητες, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί θεωρούν τα σχολεία καλά προετοιμασμένα για να προωθήσουν εκείνες της υπευθυνότητας και της επικοινωνίας. Αντίθετα, διαπιστώνουν ελλείμματα στην προώθηση της αυτοργανωμένης μάθησης και του ψηφιακού εγγραμματισμού. Στα δύο αυτά θέματα, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί βαθμολογούν τα σχολεία τους χειρότερα από τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη, με την κατάσταση να είναι κάπως καλύτερη στα λύκεια, σύμφωνα με τους ίδιους τους καθηγητές.
Παράλληλα, οι εκπαιδευτικοί θεωρούν τα σχολεία υπεύθυνα για την προετοιμασία των νέων για τις τεχνολογικές απαιτήσεις ενός ψηφιακού μέλλοντος. Επιπλέον, δηλώνουν ότι τόσο οι οικογένειες όσο και τα σχολεία έχουν την ευθύνη για την ανάπτυξη των συναισθηματικών και κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών ώστε να προσαρμοστούν στο αύριο της τεχνολογίας, διαφοροποιούμενοι από τους ξένους συναδέλφους ως προς τον ρόλο του σχολείου στη μετάβαση αυτή.
Μάλιστα, από την έρευνα προκύπτει ότι όσο πιο σίγουροι είναι οι εκπαιδευτικοί για τις ψηφιακές τους δεξιότητες τόσο πιο πιθανό είναι να αντιμετωπίσουν το σχολείο ως τον κύριο υπεύθυνο για την προετοιμασία των νέων ενόψει των τεχνικών απαιτήσεων ενός ψηφιακού μέλλοντος. Αξίζει να σημειωθεί πως οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί συμφωνούν ότι τα ψηφιακά μέσα δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές να εντοπίζουν καλύτερες πηγές πληροφοριών και να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες, στην πλειονότητά τους όμως αμφιβάλλουν για το εάν αυτά βελτιώνουν στην πραγματικότητα τις ακαδημαϊκές επιδόσεις τους.
Επιπλέον, λιγότεροι από τους μισούς εκπαιδευτικούς θεωρούν επαρκή την πραγματική στήριξη του ψηφιακού εγγραμματισμού μέσω της εκπαιδευτικής πολιτικής, ενώ πολλοί εξ αυτών πιστεύουν ότι αυτή δεν επαρκεί για την επαρκή προετοιμασία των μαθητών για την αγορά εργασίας του αύριο. Για αυτό τον λόγο, τάσσονται στην συντριπτική τους πλειονότητα υπέρ των ανταλλαγών με άλλες χώρες και περιμένουν περισσότερες πρωτοβουλίες από πλευράς πολιτείας σε σχέση με τις ψηφιακές τεχνολογίες.
Στην πλειονότητά τους (71%), οι εκπαιδευτικοί έχουν παρακολουθήσει τουλάχιστον μία επίσημη δράση κατάρτισης για τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στη διδασκαλία - μάλιστα, οι μισοί (52%) έχουν συμμετάσχει σ' αυτές περισσότερες από μία φορές. Ως επί το πλείστον, όμως αυτές αφορούσαν καθηγητές Λυκείου και λιγότερο Γυμνασίου, ενώ η συμμετοχή τους στις περισσότερες ήταν προαιρετική.Παράλληλα, σχεδόν το ήμισυ των εκπαιδευτικών (45%) των εκπαιδευτικών δεν έχει λάβει μέρος σε καμία άτυπη δράση επαγγελματικής κατάρτισης για την ψηφιακή τεχνολογία τα τελευταία δύο χρόνια, τις οποίες πάντως φαίνεται ότι προτιμούν περισσότερο οι καθηγητές γυμνασίου.
Πάντως, η έκθεση συμπεραίνει ότι όσο πιο σίγουροι νιώθουν οι εκπαιδευτικοί για τις δεξιότητές τους στην πληροφορική τόσο πιο πιθανό είναι να συμμετέχουν σε δράσεις κατάρτισης και υπογραμμίζει ότι αυτή η σχέση μπορεί να διευρύνει σημαντικά το χάσμα μεταξύ εκπαιδευτικών με διαφορετικά επίπεδα δεξιοτήτων, προτείνοντας να δοθούν κίνητρα για την ανάσχεση του φαινομένου. Επιπλέον, η έρευνα εντοπίζει ότι οι συνθήκες για δράσεις κατάρτισης φαίνεται να είναι αρκετά καλές στην Ελλάδα.
Ως προς τα μέτρα που θα τους παρείχαν καλύτερη στήριξη στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στην τάξη, στην πλειονότητα τους υπογραμμίζουν ότι η αξιοπιστία του εξοπλισμού πληροφορικής και οι υψηλής ποιότητας δράσεις κατάρτισης στον τομέα της ψηφιακής εκπαίδευσης θα τους υποστήριζαν καλύτερα, ενώ προκύπτει ότι η βελτίωση της αξιοπιστίας του εξοπλισμού πληροφορικής είναι πιο επείγουσα στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες.