Με νέα, βαθιά πτώση του Γενικού Δείκτη σήμερα και με τον τραπεζικό κλάδο πάλι στο «κόκκινο», το ελληνικό Χρηματιστήριο δείχνει ότι δυσκολεύεται να αντισταθεί στις πιέσεις της διεθνούς συγκυρίας. Αυτό που προβληματίζει έντονα τους παράγοντες της αγοράς είναι ότι οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές έχουν πατήσει… pause στις τοποθετήσεις τους σε ελληνικές μετοχές, κρατώντας μια στάση αναμονής που δεν επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία για γρήγορη επάνοδο σε ανοδική τροχιά.
Οι ρευστοποιήσεις θέσεων από ξένα χαρτοφυλάκια δεν είναι νέο στοιχείο τον Φεβρουάριο. Από τον Ιανουάριο, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΧΑ, οι εκροές κεφαλαίων από το ΧΑ είχαν φθάσει τα 114 εκατ. ευρώ, ενώ λειτούργησαν σε κάποιο βαθμό εξισορροπητικά οι σημαντικές εισροές κεφαλαίων στα ελληνικά μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια. Πάντως, οι εισροές στα μετοχικά αμοιβαία έχουν περιορισθεί αυτό το μήνα, σε επίπεδο κάτω των 10 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Θεσμικών επενδυτών, ενώ τον Ιανουάριο είχαν ξεπεράσει τα 35 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με αναλυτές, οι λόγοι που κρατούν τα ξένα χαρτοφυλάκια μακριά από το ελληνικό Χρηματιστήριο δεν έχουν αναφορά μόνο στις διεθνείς εξελίξεις, αλλά και σε εσωτερικά ζητήματα της αγοράς:
- Τα ξένα funds έχουν μπει σε μια περίοδο risk-off (περιορισμού κινδύνων) στην επενδυτική πολιτική τους, καθώς η επιδημία του κοροναϊού στην Κίνα απειλεί να εκτροχιάσει την παγκόσμια ανάπτυξη και είναι προς το παρόν αναπάντητο ερώτημα αν θα παρέμβουν εξισορροπητικά και σε ποιο βαθμό οι κεντρικές τράπεζες (περισσότερα νέα για αυτό το θέμα αναμένονται το Σαββατοκύριακο από τη σύνοδο του G20 στην Σαουδική Αραβία). Η πολιτική περιορισμού κινδύνων έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο σε αναδυόμενες αγορές, όπως η ελληνική, που κατατάσσονται στην κατηγορία υψηλότερου κινδύνου από τις ώριμες αγορές της Ευρώπης ή των ΗΠΑ. Άλλωστε, μετά την άνοδο κατά 50% του Γενικού Δείκτη και το διπλασιασμό του τραπεζικού δείκτη μέσα στο 2019, ο πειρασμός της ρευστοποίησης κερδών από ξένους θεσμικούς είναι αρκετά δυνατός.
- Οι ελληνικές μετοχές δίνουν μεν πολλές υποσχέσεις για μελλοντικά κέρδη, ως ένα στοίχημα οικονομικής ανάκαμψης μετά από μια μεγάλη ύφεση, όμως προς το παρόν δεν υπάρχουν επαρκή δείγματα γραφής από την κυβέρνηση και τις εισηγμένες, που να πιστοποιούν ότι τα οφέλη από την αλλαγή κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής, τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και το σχεδιασμό νέων επενδύσεων αποδίδουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται και μια ουσιαστική αύξηση των αποτιμήσεων. Άλλωστε, ένας τεχνικός παράγοντας που αποθαρρύνει τις κινήσεις των ξένων στην ελληνική αγορά είναι το πολύ μικρό βάθος της. Η αξία των καθημερινών συναλλαγών παραμένει πολύ μικρή για τα διεθνή στάνταρ και δεν επιτρέπει γρήγορες κινήσεις εισόδου – εξόδου σε επενδυτές με «μεγάλα πορτοφόλια».
Ειδικά για τις τραπεζικές μετοχές, που αποτελούν το κλειδί αυτή την περίοδο για μια ανοδική κίνηση της αγοράς, καθώς τα blue chips βρίσκονται σε αρκετά υψηλά επίπεδα αποτιμήσεων και εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν μια ανοδική κίνηση, φαίνεται ότι οι ξένοι επενδυτές δεν αρκούνται πλέον στη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, όπως φαίνεται από τη μείωση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου κάτω από το 1%, αλλά περιμένουν δείγματα γραφής από την κυβέρνηση και τις ίδιες τις τραπεζικές διοικήσεις σε δύο κρίσιμα «μέτωπα».
Αφενός, η κυβέρνηση καλείται να αποδείξει ότι από τον Μάιο θα έχει δημιουργήσει και θα έχει θέσει σε εφαρμογή ένα αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο για την αφερεγγυότητα, που θα διευκολύνει την ανάκτηση προβληματικών δανείων. Χωρίς αυτό, ακόμη και φιλόδοξες προσπάθειες, όπως το σχέδιο «Ηρακλής», μπορεί να πέσουν στο κενό και επειδή στο παρελθόν η χώρα δεν έχει δώσει καλά δείγματα γραφής οι ξένοι διαχειριστές παραμένουν επιφυλακτικοί. Επιπλέον, περιμένουν τις τελικές αποφάσεις της ΕΚΤ για την εποπτική μεταχείριση των εγγυημένων από το Δημόσιο τίτλων του σχεδίου «Ηρακλής», ώστε να προσδιορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια το κόστος κεφαλαίων που θα έχουν οι τράπεζες.
Από τις ίδιες τις τράπεζες, ξένοι θεσμικοί περιμένουν περισσότερες αποδείξεις ότι υλοποιούνται χωρίς σοβαρές αστοχίες τα πράγματι φιλόδοξα σχέδιά τους για μεγάλες τιτλοποιήσεις (33 δισ. ευρώ), αλλά και για τη βελτίωση της κερδοφορίας, με νέες χορηγήσεις δανείων και αύξηση εσόδων από προμήθειες. Οι διοικήσεις κινούνται ως τώρα με καλούς ρυθμούς, αλλά χρειάζονται περισσότερα και απτά δείγματα γραφής πριν οι διαχειριστές κεφαλαίων αποφασίσουν ότι μπορούν να «ποντάρουν» περισσότερα κεφάλαια στις μετοχές.
Σε αυτό το κλίμα, προς το παρόν αναβάλλονται τα σχέδια της αγοράς για υπέρβαση του συμβολικού ορίου των 1.000 μονάδων και «παίζει άμυνα» για την υπεράσπιση των κερδών του 2019, μέχρι να κρίνουν οι ξένοι διαχειριστές ότι περιορίζονται οι διεθνείς κίνδυνοι και είναι ώρα να αυξήσουν τις θέσεις τους στην Ελλάδα.