Το ενδεχόμενο καθετοποίησης της παραγωγής ώστε να σταματήσει η Ελληνικές Αλυκές ΑΕ να πωλεί αλάτι μόνο στη χονδρική ή για ειδικές χρήσεις (π.χ. αποχιονισμό), αλλά να επεκταθούν και στην παραγωγή τελικού προϊόντος που θα απευθύνεται στους καταναλωτές, εξετάζει η διοίκηση του Υπερταμείου που ελέγχει την κρατική εταιρεία.
Η ΕΕΣΥΠ προχωρά στην πρόσληψη συμβούλου, ο οποίος θα αναλάβει να συντάξει μελέτη σκοπιμότητας για την καθετοποίηση του τελικού προϊόντος που παράγουν οι Ελληνικές Αλυκές ΑΕ.
Η τελευταία ιδρύθηκε το 1988 με σκοπό την ανάπτυξη και εκμετάλλευση των αλυκών και του ορυκτού αλατιού της χώρας. Σήμερα, εκμεταλλεύεται 9 ελληνικές αλυκές που αποτελούν το 92% των ελληνικών αλυκών προς εκμετάλλευση, καλύπτοντας τα 2/3 της εγχώριας ζήτησης σε πρωτογενές αλάτι. Κύρια δραστηριότητα της εταιρείας είναι η συγκομιδή αλατιού μέσω εξάτμισης αλυκών και η πώληση του πρωτογενούς άλατος στην Ελλάδα. Το προϊόν που παράγεται είναι το φυσικό αλάτι - πλυμένο, άπλυτο και ειδικών προδιαγραφών (NaCl>99,5%).
Σήμερα βασικά προϊόντα της Ελληνικές Αλυκές ΑΕ είναι το βρώσιμο αλάτι για χονδρική πώληση, το αλάτι για βιομηχανική χρήση, το αλάτι για αποσκλήρυνση νερού και αλάτι για αποχιονισμό οδικών δικτύων. Επιπλέον, από την αλυκή του Μεσολογγίου παράγεται ειδικός τύπος άλατος υψηλής ποιότητας με την ονομασία Αφρίνα που συλλέγεται με το χέρι, και χαρακτηρίζεται ως ανθός αλατιού (fleur de Sel).
Η μέγιστη ετήσια δυναμικότητα παραγωγής πρωτογενούς άλατος ανέρχεται σε 240.000 τόνους και εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, η ετήσια παραγωγή κυμαίνεται από 120.000 – 240.000 τόνους. Το αλάτι αυτό πωλείται κατά κύριο λόγω ως πρωτογενές προϊόν με ελάχιστο βαθμό επεξεργασίας ή συσκευασίας.
Ο σύμβουλος θα αναλάβει να αξιολογήσει την προοπτική καθετοποίησης της παραγωγής, μέχρι το τελικό προϊόν και να μελετήσει τα μεγέθη της εγχώριας και ευρωπαϊκής ζήτησης, τον ανταγωνισμό, τα δυνατά και αδύνατα σημεία της εταιρείας, την πρόταση αξίας (value proposition) όσον αφορά στα προϊόντα, τους δυνητικούς πελάτες και αγορές σε επίπεδο χονδρεμπορίου / λιανεμπορίου, τις αναγκαίες επενδύσεις όσο και τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης, το οικονομικό όφελος το οποίο θα προκύψει για την εταιρεία (cost-benefit analysis) καθώς και το πλάνο εφαρμογής και κρίσιμους παράγοντες επιτυχίας. Παράλληλα με τη μελέτη σκοπιμότητας, ο Σύμβουλος θα πρέπει να προβεί σε μια μελέτη συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking) εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό.