Σχετική σταθερότητα, με μικρές διακυμάνσεις στη ζήτηση, παρουσιάζει η αγορά παιδικών ενδυμάτων στη χώρα μας, ακολουθώντας εν πολλοίς την τάση του εμπορίου συνολικά. Αν και είναι ανελαστικές οι σχετικές δαπάνες για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, η διετία της πανδημίας προκάλεσε απώλειες στα έσοδα των εμπορικών επιχειρήσεων συναφών ειδών, ενώ η χρονιά που πέρασε σηματοδότησε την επιστροφή σε σχετική κανονικότητα, δίνοντας ελπίδες για σταθεροποίηση της εικόνας το 2023.
Για την αλυσίδα καταστημάτων DΡam, την οποία διαχειρίζεται η εταιρεία Trade Status AE, το 2022 ξεκίνησε ευοίωνα, με αύξηση των πωλήσεών της κατά 25% το πρώτο πεντάμηνο του έτους, συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2021, και θετική ποσοστιαία μεταβολή της τάξεως του 84% και 51% συγκριτικά με το 2020 και το 2019 αντίστοιχα. Ο ρυθμός ανάπτυξης για το σύνολο του έτους υπολογίζεται σε διψήφιο ποσοστό επίσης, ωστόσο σε πιο συντηρητική κλίμακα. Σε κάθε περίπτωση, είχε προηγηθεί ένα έτος κατά το οποίο καλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών από το ξέσπασμα της πανδημίας, με το 2021 να επιτυγχάνεται αύξηση τζίρου της DΡam κατά 37,6%, στα 9,7 εκατ ευρώ, από 7 εκατ ευρώ το προηγούμενο έτος, κι επιστροφή σε καθαρή κερδοφορία ύψους 569.422 ευρώ, έναντι ζημιών ύψους 773.287 ευρώ.
Εξίσου σημαντική ανάπτυξη παρουσίασε και το ηλεκτρονικό κατάστημα της αλυσίδας το 2021, ενισχύοντας τις πωλήσεις του κατά 43,1% έναντι του 2020, και συνεισφέροντας το 21,43% του συνολικού τζίρου, από 20,6% το προηγούμενο έτος. Η αλυσίδα πάντως ενδιαφέρεται για την περαιτέρω διεύρυνση της παρουσίας της στην ελληνική αγορά, διερευνώντας τυχόν ευκαιρίες που μπορεί να προκύψουν για το άνοιγμα νέων καταστημάτων σε εμπορικούς δρόμους, τόσο στις μεγάλες πόλεις όσο και στην περιφέρεια. Σήμερα λειτουργούν συνολικά 17 καταστήματα DPam, σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Κρήτη, Χαλκίδα, Βόλο και Καλαμάτα.
Την επιστροφή σε κερδοφορία σηματοδότησε το 2021 και για την αλυσίδα παιδικών ενδυμάτων Lapin House, ενώ το 2022 χαρακτηρίστηκε ως δύσκολο έτος συνολικά, λόγω του πληθωρισμού και της γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία αύξησε τις πωλήσεις της σε 29,02 εκατ ευρώ το 2021, έναντι 22,2 εκατ ευρώ το 2020, ενώ τα μικτά κέρδη ανήλθαν σε 13,13 εκατ ευρώ, από 9,53 εκατ και το αποτέλεσμα μετά φόρων διαμορφώθηκε σε κέρδη ύψους 1,28 εκατ ευρώ, έναντι ζημίων ύψους 1,91 εκατ ευρώ το 2020.
Η εταιρεία ελέγχει δίκτυο 32 καταστημάτων Lapin House, Lapin Bebe και Lapin Magicland, καθώς επίσης και 4 καταστήματα Frattina, δύο καταστήματα Mamas & Papas, καθώς και σημεία Ralph Lauren, Polo Ralph Lauren, DVF, Woolrich, Vilebrequin και Imaginarium. Συμπληρώνει δε 45 χρόνια επιτυχημένης παρουσίας σε Ελλάδα και Κύπρο, διανέμοντας μερικά από τα πιο γνωστά διεθνή brands παιδικής ένδυσης, μαζί με το δικό της σήμα.
Έτος βελτίωσης της οικονομικής της θέσης ήταν το 2021 για την αλυσίδα παιδικών ενδυμάτων Alouette, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία εξυγίανσης από το 2011. Ειδικότερα, ο τζίρος της εταιρείας αυξήθηκε κατά 21% συγκριτικά με το 2020, διαμορφούμενος σε 10,36 εκατ ευρώ, ενώ το αποτέλεσμα EBITDA ανήλθε σε κέρδη ύψους 1,01 εκατ ευρώ, από ζημιές ύψους 103.000 την προηγούμενη χρήση και τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν σε 218.940 ευρώ το 2021 από ζημιές 227.480 ευρώ το 2020. Την χρονιά που πέρασε, η εταιρεία επικεντρώθηκε στην διατήρηση της θέσης μεταξύ των πιο γνωστών εμπορικών σημάτων στο παιδικό ένδυμα στην χώρα μας, την βελτιστοποίηση του προϊοντικού της μείγματος καθώς και στην επιλεκτική χονδρική πώληση σε συγκεκριμένα σημεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα συγκαταλέγεται η αποκλειστική συνεργασία με την Disney, η οποία της δίνει το δικαίωμα δημιουργίας και διαχείρισης συλλογών με αγαπημένους χαρακτήρες των παιδιών, όπως ο Mickey, η Minnie, ο Donald και ο Winnie. Στο τέλος του 2022 η εταιρεία διατηρούσε εκτενή παρουσία στην ελληνική αγορά, μεταξύ άλλων ελέγχοντας 15 καταστήματα και corners στην Αθήνα, αλλά και σημεία πώλησης σε Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Πάτρα, Λαμία, Χαλκίδα, Ιωάννινα, Βόλο, Λάρισα, Τρίκαλα, Αλεξανδρούπολη, Κατερίνη και Ρόδο, ενώ σε λειτουργία βρίσκεται και το ηλεκτρονικό κατάστημα της Alouette.
Ανάπτυξη με ρυθμό 5% στην παγκόσμια αγορά
Σε ό,τι αφορά την διεθνή εικόνα πάντως, σύμφωνα με εκτιμήσεις της εταιρείας IMARC Group, η αξία της αγοράς παιδικών ρούχων ανήλθε σε 260,6 δισ δολάρια το 2021, ενώ εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 352,4 δισ δολάρια μέχρι το 2027, παρουσιάζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5,1% στο μεσοδιάστημα. Η θετική μεταβολή σχετίζεται βεβαίως πρωτίστως με την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, την ταχύτατη ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, αλλά και την ενίσχυση της ζήτησης για ενδύματα καλύτερης ποιότητας από ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα των καταναλωτών διεθνώς. Πιο συντηρητικές είναι οι εκτιμήσεις της Statista πάντως, η οποία εκτιμά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της διεθνούς αγοράς παιδικών ενδυμάτων την επόμενη τετραετία σε 2,4% και συνολική προβλεπόμενη αξία τα 294,8 δισ δολάρια το 2027 από 267,5 δισ δολάρια το 2023.
Σημαντική αύξηση αναμένεται πάντως στην ζήτηση για ενδύματα που ενσωματώνουν βιώσιμες πρακτικές στην κατασκευή τους, με το σχετικό μερίδιο τους στις συνολικές πωλήσεις να υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 27% περίπου μέχρι το 2026, από 18% το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Statista. Κατά την ίδια ανάλυση, ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία, Βρετανία και Ιαπωνία συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα από την άποψη της αξίας αγορών παιδικών ενδυμάτων, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συνεισφέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο στις πωλήσεις παγκοσμίως και την αξία τους να υπολογίζεται για φέτος σε 53,1 δισ δολάρια.