Με επιφύλαξη αντιμετωπίζουν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) τη δυνατότητα που τους παρέχει το νομοθετικό πλαίσιο να αναχρηματοδοτούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια με δυνατότητα θεραπείας, ιδίως επιχειρηματικά.
Ανώτατες πηγές του κλάδου εξηγούν στο Business Daily ότι, παρότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα προβλέπεται από την Τράπεζα της Ελλάδος στη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία των servicers, δεν αξιολογείται ως συμφέρουσα από τους παίκτες του κλάδου.
Ο λόγος, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι διπλός:
Πρώτον, οι servicers δεν θέλουν να αναλαμβάνουν πιστωτικό κίνδυνο. Δεν διαθέτουν τους πόρους, ούτε έχουν προδιαγράψει τμήματα credit risk ώστε να προβούν σε νέες χρηματοδοτήσεις.
Ο δεύτερος λόγος είναι το κόστος του χρήματος. Οι τράπεζες έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους -ιδίως όσο θα ισχύουν οι πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι τράπεζες θα δανείζονται πιο φθηνά από τους servicers, γεγονός που καθιστά τον τραπεζικό δανεισμό πιο ανταγωνιστικό και κερδοφόρο για τα πιστωτικά ιδρύματα.
«Στόχος μας δεν είναι να αναχρηματοδοτούμε τα δάνεια, αλλά να τα θεραπεύουμε ώστε οι δανειολήπτες να επιστρέφουν υγιείς στις τράπεζες και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα», τονίζουν τα ίδια στελέχη. Και προσθέτουν ότι 10-15 δισ. κόκκινων δανείων από τα 125 δισ. ευρώ που διαχειρίζονται οι servicers εκτιμάται ότι θα εξυγιανθούν και θα επιστρέψουν στους ισολογισμούς των τραπεζών σε διάστημα 2-3 ετών. Κυρίως, αυτά αφορούν κυρίως στεγαστικά και μικρά δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θεωρούνται πιο εύκολα θεραπεύσιμα.
Το στοίχημα των ανακτήσεων
Το κρίσιμο στοίχημα, πάντως, για τις εταιρείες διαχείρισης είναι η ανάκτηση απαιτήσεων από τα χαρτοφυλάκια που ήδη διαχειρίζονται. Σε πρόσφατη τοποθέτησή της, η υποδιοικήτρια της ΤτΕ, Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, υπογράμμισε τη σημασία της αποτελεσματικής διαχείρισης των ανοιγμάτων από τις εταιρείες διαχείρισης, «προκειμένου να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τα ενέχυρα αλλά και να προσφέρουν λύσεις αναδιάρθρωσης».
Σύμφωνα με τα business plans των τιτλοποιήσεων, αναμένεται το μεγαλύτερο τμήμα των εισπράξεων, σχεδόν 60%, να προέλθει από διενέργεια ρυθμίσεων και το υπόλοιπο να προέλθει κυρίως από ρευστοποιήσεις και εύρεση συναινετικής λύσης (36%), ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό (5,5%) θα αφορά απλές εισπράξεις. Τα σχέδια των servicers, ωστόσο, τίθενται εν αμφιβόλω καθώς, όπως έχει αναφέρει το BD, τον Ιούνιο προγραμματίζεται αποχή από τους συμβολαιογράφους με κίνδυνο να εκτροχιαστούν τα business plans των τιτλοποιήσεων.
Οι αντίξοες συνθήκες επιτείνονται από τη γενικότερη αβεβαιότητα που έχει κατακλύσει την οικονομία εν μέσω της ενεργειακής ακρίβειας και της κλιμάκωσης του πληθωρισμού που ροκανίζει τα εισοδήματα των νοικοκυριών και περιορίζει την ικανότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους, γεγονός που αντανακλάται ήδη στα ρυθμισμένα δάνεια σύμφωνα με πηγές του κλάδου.