«Ανοιχτά» μέτωπα έχει να αντιμετωπίσει η ΔΕΗ με την Ευρώπη καθώς βρίσκεται υπό έλεγχο από την Κομισιόν για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης ενώ την ίδια ώρα ανοιχτό παραμένει το ζήτημα με τα τιμολόγια της βιομηχανίας με εκπροσώπους της τελευταίας να έχουν διαμηνύσει ότι μη εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσεις θα οδηγήσει το θέμα στην Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ειδικότερα, η Κομισιόν έχει ξεκινήσει ήδη έρευνα κατά της ΔΕΗ για πιθανή κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στη χονδρική αγορά ενέργειας, με την εκτελεστική αντιπρόεδρο της Κομισιόν, Μαργκρέτ Βεστάγκερ, να τονίζει σε δήλωσή της ότι η συμπεριφορά της ΔΕΗ μπορεί να έχει προκαλέσει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και να έχει επιβραδύνει τις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Όπως επισημαίνει η κ. Βεστάγκερ, η οποία έχει και την ευθύνη για την πολιτική της Κομισιόν σε θέματα ανταγωνισμού,
- «Όλοι βασιζόμαστε σε καλά λειτουργούσες αγορές ηλεκτρισμού. Σήμερα, αρχίζουμε μια έρευνα για τη συμπεριφορά της ΔΕΗ στις αγορές χονδρικής της Ελλάδας, που μπορεί να έχει στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και να έχει επιβραδύνει τις επενδύσεις για την παραγωγή πιο πράσινης ενέργειας.
- Η Ελλάδα έχει πρόσφατα θέσει σε εφαρμογή ένα φιλόδοξο σχέδιο για την έξοδο από τον λιγνίτη. Η διασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού είναι ο καλύτερος τρόπος για να τιμολογηθεί αποτελεσματικά η ηλεκτρική ενέργεια, τόσο για τους πολίτες, όσο και για τις επιχειρήσεις, αλλά και για να τονωθεί η επένδυση σε πηγές ενέργειας που μολύνουν λιγότερο».
Στην ανακοίνωσή της, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η ΔΕΗ είναι ο μεγαλύτερος πάροχος στις αγορές χονδρικής και λιανικής και κατά πλειοψηφία ελέγχεται από το ελληνικό κράτος. Η ΔΕΗ ελέγχει όλους τους σταθμούς παραγωγής με λιγνίτη και τους υδροηλεκτρικούς, ενώ έχει παραγωγή και από σταθμούς με φυσικό αέριο, αλλά και από ανανεώσιμες πηγές. Είναι, επίσης, ενεργή στην παροχή ηλεκτρισμού σε πελάτες λιανικής και σε επιχειρήσεις, όπου ελέγχει τα δύο τρίτα της αγοράς.
Η Κομισιόν δηλώνει την ανησυχία της για το ενδεχόμενο η ΔΕΗ να έχει περιορίσει τον ανταγωνισμό στις αγορές χονδρικής, με την πολιτική της στην υποβολή προσφορών. Ειδικότερα, υπό το φως και της θέσης που έχει στις αγορές χονδρικής και λιανικής, η ΔΕΗ ενδέχεται να έχει υιοθετήσει «αρπακτικές» ("predatory") συμπεριφορές στην υποβολή προσφορών, περιορίζοντας τις δυνατότητες άλλων εταιρειών να την ανταγωνισθούν αποτελεσματικά στην αγορά χονδρικής και σε συναφείς αγορές.
Εάν αποδειχθούν αυτές οι κατηγορίες κατά της ΔΕΗ, υπογραμμίζει η Κομισιόν, αυτή η συμπεριφορά θα συνιστά πολιτική αποκλεισμού ανταγωνιστών με «αρπακτικές» τακτικές, που παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ και ειδικότερα, το άρθρο 102 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Το άνοιγμα των διαδικασιών διερεύνησης σημαίνει ότι η Επιτροπή θα εξετάσει την υπόθεση κατά προτεραιότητα, αλλά δεν προδικάζει την κατάληξη της έρευνας, αναφέρει η ανακοίνωση της Κομισιόν.
Σημειώνεται ότι η Κομισιόν έχει τη θεσμική δυνατότητα να επιβάλλει στους παραβάτες του δικαίου για τον ανταγωνισμό υψηλά πρόστιμα, αλλά και μέτρα συμπεριφοράς, δηλαδή να σταματούν τις πρακτικές που έχει διαπιστωθεί ότι παραβιάζουν τους κανόνες.
Η έρευνα για τη συμπεριφορά της ΔΕΗ στην αγορά χονδρικής κρατάει ήδη τέσσερα χρόνια. Σύμφωνα με πληροφορίες, είχαν προηγηθεί έλεγχοι από την Επιτροπή στη ΔΕΗ και στον ΑΔΜΗΕ, μεταξύ άλλων και με έφοδο στα κεντρικά τους γραφεία για την αναζήτηση στοιχείων. Η Επιτροπή διερεύνησε αν και σε ποιο βαθμό η ΔΕΗ χρησιμοποίησε καταχρηστικά την ισχύ που παράγει από τις υδροηλεκτρικές και άλλες μονάδες της, για να αποσπάσει μερίδια από ανταγωνιστές στην αγορά της χονδρικής.
Έκλεισε το θέμα για το μονοπώλιο ΔΕΗ στο λιγνίτη
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραπάνω έρευνα δε σχετίζεται με την πρόσφατη ανακοίνωση για τη λήξη ενός άλλου «σίριαλ» αναφορικά με την υπόθεση καταδίκης της χώρας λόγω της μονοπωλιακής πρόσβασης της ΔΕΗ στο λιγνίτη (Anti-Trust Case), η οποία εκκρεμεί από το 2007.
Ως επανορθωτικό μέτρο για την στρέβλωση του ανταγωνισμού και μετά από διαπραγματεύσεις περίπου 18 μηνών, η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησαν να υιοθετήσουν έναν ρυθμιστικά καθοριζόμενο μηχανισμό διάθεσης προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο του οποίου τα επόμενα τρία έτη η ΔΕΗ θα προχωρήσει σε τμηματική πώληση ενέργειας μέσω της σύναψης διμερών συμβολαίων με ιδιώτες προμηθευτές.
Η υιοθέτηση του μηχανισμού επανόρθωσης δεν παραβλάπτει τα συμφέροντα της ΔΕΗ, δεδομένου ότι:
- Η σύνδεσή της με το λιγνίτη περιορίζεται όλο και περισσότερο τόσο λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής όσο και λόγω της επικείμενης απόσυρσης των περισσότερων λιγνιτικών μονάδων στην επόμενη τριετία.
- Οι ποσότητες θα προσφέρονται σε τιμές που δεν θα παραβλάπτουν ουσιωδώς την οικονομική της κατάσταση καθώς θα συνδέονται με την προημερήσια αγορά.
Παράλληλα, με δεδομένη τη μικρή συμμετοχή του λιγνίτη στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα της χώρας την τελευταία περίοδο, οι προς διάθεση ποσότητες θα είναι συγκεκριμένες και όχι ιδιαίτερα μεγάλες.
Οι ποσότητες ενέργειας, οι οποίες θα διατίθενται σε τριμηνιαία ή ετήσια πακέτα, θα ανέλθουν το 2021 στο 50% της λιγνιτικής παραγωγής του προηγούμενου έτους. Αντίστοιχα, το 2022 και το 2023 θα διαμορφωθούν σε ποσοστό 40% με βάση το προηγούμενο έτος.
Δικαίωμα αγοράς των προϊόντων αυτών θα έχουν όλοι οι κάτοχοι άδειας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργεια. Η διάθεση θα γίνεται μέσω πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος από τη ΡΑΕ σε προκαθορισμένη τιμή και όχι μέσα από διαδικασίες δημοπράτησης.
Με την έναρξη της διαδικασίας του Market Test δρομολογείται η διευθέτηση ενός φακέλου καταδίκης της χώρας, ο οποίος παραμένει ανοιχτός εδώ και σχεδόν 14 έτη. Οι απαντήσεις των συμμετεχόντων στο Market Test θα χρησιμοποιηθούν για να αξιολογηθεί το ενδιαφέρον της αγοράς, αλλά και κάποιες επιμέρους σχεδιαστικές παράμετροι αυτού (όπως η τρίμηνη ή ετήσια διάρκεια των παραγώγων).
Σε αναζήτηση λύσης ακόμα με τη Βιομηχανία
Το σίριαλ των τιμολογίων για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, εν τω μεταξύ, καλά κρατεί, χωρίς ακόμα να έχει υπάρξει φως στον ορίζοντα για τη λύση του, ενώ από την πλευρά της βιομηχανίας αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο προσφυγής στην Κομισιόν.
Σε ανακοίνωσή της η Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας σημειώνει ότι «στις 28 Φεβρουαρίου έληξε η δίμηνη προθεσμία διαπραγμάτευσης, που είχε θέσει η ΔΕΗ στους βιομηχανικούς πελάτες της στην Υψηλή Τάση, για την κατάρτιση νέων συμβάσεων, πέραν της οποίας, κατά δήλωσή της, έπαυσε να υφίσταται συμβατικό πλαίσιο μεταξύ των μερών για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας».
«Οι υπερβολικές αυξήσεις έως και 40%, η κατάργηση του νυχτερινού τιμολογίου για τις χαλυβουργίες, η επιβολή ρήτρας συνδεδεμένης με το κόστος στην αγορά εξισορρόπησης, οι περιοριστικοί όροι που εμποδίζουν στην πράξη τη συμμετοχή των βιομηχανικών φορτίων στην αγορά, αλλά και η παρελκυστική τακτική της ΔΕΗ έχουν οδηγήσει σε αδιέξοδο την διαπραγμάτευση με τους βιομηχανικούς πελάτες της στην ΥΤ», σημειώνεται επίσης στην ίδια ανακοίνωση της ΕΒΙΚΕΝ.
Σύμφωνα με την Ένωση, η ΔΕΗ δηλώνει ότι προτίθεται να συνεχίσει να εφαρμόζει τους υφιστάμενους όρους τιμολόγησης έως τις 16 Ιουνίου, ωστόσο την ίδια στιγμή είχε ανακοινώσει ότι από τις 16 Μαρτίου θα επιβάλλει μονομερώς νέους δυσμενέστερους όρους τιμολόγησης.
«Η παράταση της αβεβαιότητας αναφορικά με το κόστος ενέργειας, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, αναστέλλει κάθε σχέδιο για αύξηση της παραγωγής και για νέες επενδύσεις και επιφέρει καίριο πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των μεγάλων βιομηχανιών της χώρας», υπογραμμίζει η ΕΒΙΚΕΝ.
Μιλώντας στο Athens Energy Dialogeus, ο πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας Αντώνης Κοντολέων, άφησε αιχμές κατά της ΔΕΗ για χειραγώγηση των τιμών στην αγορά ενέργειας μέσω του target model, εντάσσοντας στις πρακτικές αυτές και την προσπάθεια της ΔΕΗ να φέρει αυξήσεις έως και 40% με τα νέα τιμολόγια στις βιομηχανίες, επικαλούμενη τη λειτουργία της νέας αγοράς.
Όπως σημείωσε ο κ. Κοντολέων, αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η ΔΕΗ με τη συμμετοχή των υδροηλεκτρικών είναι ο μεγάλος κερδισμένος της εκτόξευσης των τιμών στην Αγορά Εξισορρόπησης. Ο κ. Κοντολέων, μιλώντας στο Business Daily είχε αναφερθεί εκτενώς στο ζήτημα των δυσλειτουργιών της αγοράς αλλά και στις παρεμβάσεις της ΡΑΕ αναφορικά με το ζήτημα που η βιομηχανία χαρακτηρίζει ως ανεπαρκή.
Με το θέμα αυτό να αφορά τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας που περίπου καλύπτουν το 50% της κατανάλωσης στην Υψηλής Τάσης και το 6% της συνολικής εγχώριας ζήτησης (3.8 TWh σε ΥΤ & ΜΤ), η ΕΒΙΚΕΝ έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.