Μια σημαντική «ανάσα» έλαβαν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες τον Ιανουάριο του 2023, αφού οι τιμές του ρεύματος υποχώρησαν σε σχέση με τα 350 ευρώ/MWh του Δεκεμβρίου του 2022 και, σε συνδυασμό με την επιδότηση των 130 ευρώ/MWh, οι επιχειρήσεις πλήρωσαν περίπου 100 ευρώ τη μεγαβατώρα.
Τον Φεβρουάριο η επιδότηση έχει υποχωρήσει στα 20 ευρώ/MWh με αποτέλεσμα η τιμή του ρεύματος που καλούνται να πληρώσουν οι βιομηχανίες να ανέβει εν νέου και να κινείται γύρω από τα 160 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Η παραπάνω τιμή βελτιώνει ως ένα βαθμό την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας σε σχέση με τις επικρατούσες συνθήκες στην Ευρώπη, αλλά βέβαια κάθε βιομηχανία ή επιχείρηση έχει διαφορετικό ενεργειακό αποτύπωμα. Για να βγάλει μια χαλυβουργία 1 τόνο χάλυβα πρέπει να ξοδέψει 600Mwh, ενώ μία τσιμεντοβιομηχανία για 1 τόνο τσιμέντο χρειάζεται 100Mwh.
Έτσι, ανάλογα με το ενεργειακό τους προφίλ, άλλες βιομηχανίες είναι περισσότερο ανταγωνιστικές και άλλες λιγότερο σε σχέση με τους ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, οι οποίες πριμοδοτούνται διαρκώς και γενναία από τις κυβερνήσεις τους. Για παράδειγμα, στη Γερμανία οι βιομηχανίες καρπώνονται μεγάλο μέρος από το πρόγραμμα των 200 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, ενώ η γειτονική Βουλγαρία παρέχει εγγυηµένες τιµές ηλεκτρικής ενέργειας για τις µεγάλες βιοµηχανίες στα 100 ευρώ/mwh για το 2023.
Μια ακόμη θετική εξέλιξη που μειώνει τα ενεργειακά κόστη των ελληνικών βιομηχανιών είναι η έγκριση από την Κομισιόν κρατικής ενίσχυσης 1,36 δισ. ευρώ ως αντιστάθμισμα της επιβάρυνσης από την ύπαρξη δικαιωμάτων ρύπων. Ουσιαστικά είναι μια αποζημίωση των ενεργοβόρων επιχειρήσεων για την αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας ως αποτέλεσμα του κόστους των έμμεσων εκπομπών, στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής της ΕΕ.
Το μέτρο στήριξης αποσκοπεί στον περιορισμό του κινδύνου «διαρροής άνθρακα», δηλαδή της μεταφοράς της παραγωγής εταιρειών σε χώρες εκτός της ΕΕ με «χαλαρές» πολιτικές για το κλίμα, κάτι που θα είχε αποτέλεσμα την αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως.
Αδυναμία σύναψης διμερών «πράσινων» συμβολαίων
Από την άλλη πλευρά, μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες που είχαν διμερείς συμβάσεις χαμηλού κόστους ρεύματος με τη ΔΕΗ, οι οποίες έληξαν ήδη ή θα λήξουν στο μέλλον, βρίσκονται ξεκρέμαστες αφού δεν μπορούν προς το παρόν να συνάψουν «πράσινα» διμερή συμβόλαια με παραγωγούς ΑΠΕ αλλά και με συμβατικούς παραγωγούς, λόγω του πλαφόν που έχει επιβληθεί στην τιμή αποζημίωσης των ΑΠΕ στη χονδρεμπορική αγορά, στο πλαίσιο του μηχανισμού που τέθηκε σε εφαρμογή από την 1η Ιουλίου του 2022 για την ανάκτηση των υπερεσόδων και τη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων.
Το ζήτημα έχουν θέσει με σειρά επιστολών στο ΥΠΕΝ φορείς της βιομηχανίας, ζητώντας παρέμβαση για την εξαίρεση της παραγωγής που δεσμεύεται μέσω διμερών συμβολαίων από το πλαφόν. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί ότι θα προχωρήσει σε ρύθμιση, η οποία όμως ακόμη αναμένεται.
Σημειώνεται πως στο τέλος Δεκεμβρίου του 2022 έληξε η συμφωνία της ΔΕΗ με τον όμιλο Viohalco (αφορούσε σε έξι εργοστάσια θυγατρικών), τον Ιούνιο του 2023 λήγει η διμερής σύμβαση με τρία εργοστάσια του Τιτάνα και τέλος του 2023 λήγει η συμφωνία της ΔΕΗ με το Αλουμίνιο της Ελλάδος του ομίλου Μυτιληναίου.
Επίσης, από το ΥΠΕΝ έχουν αποκλείσει τη δυνατότητα να συναφθούν διμερή συμβόλαια με φυσική παράδοση μεταξύ ενός αγοραστή (βιομηχανία ή προμηθευτής) και ενός παραγωγού συμβατικής μονάδας ή μονάδας ΑΠΕ, χωρίς η ενέργεια να περάσει υποχρεωτικά μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας και χωρίς οι συναλλαγές να γίνουν στην οριακή τιμή συστήματος (ΟΤΣ), ενώ είναι προφανές ότι η τιμή που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του συμβολαίου δεν συναρτάται με την ΟΤΣ.